Αν και μας συμβαίνουν συμφορές εθνικής κλίμακας, αναφέρομαι εδώ σε ένα ήσσον περιστατικό: πριν από λίγες ημέρες, πρώην μέλος του Κοινοβουλίου αρνήθηκε να συνεργαστεί σε έλεγχο της αστυνομίας, έκανε φασαρία στη μέση του δρόμου και αναφώνησε μεταξύ άλλων: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;»· ίσως, όπως συνηθίζεται, προσθέτοντας «ρε» πριν από το ερωτηματικό. Eμείς οι Νεοέλληνες, ξεστομίζουμε τη ρητορική ερώτηση, με ή χωρίς «ρε», αυτομάτως, χωρίς σκέψη. Συγγενικές εκφράσεις υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες, το περιεχόμενό τους όμως είναι περισσότερο απειλητικό και λιγότερο «ταυτοτικό»: «Δεν ξέρεις με ποιον τα βάζεις»· κάτι που υπονοεί «έχω τον τρόπο να σε εκδικηθώ». Δηλαδή πρόκειται για ελαφρώς μαφιόζικη δήλωση ισχύος, αληθινής ή φανταστικής. Στα ελληνικά, αν και η τιμωρία υπονοείται, το διακύβευμα είναι η «τιμή»: με έθιξες και θα το πληρώσεις.

Το «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» ακούγεται σε ποικίλες περιπτώσεις που συγκλίνουν: 1) σε περίπτωση που ο συστηματικά απών ή ελλειμματικός κρατικός μηχανισμός εμφανίζεται αιφνιδίως και ελέγχει την παραβίαση του νόμου: Ο νόμος δεν ισχύει για μένα και κακό του κεφαλιού σου που διανοήθηκες να μου τον επιβάλεις 2) σε περίπτωση ασέβειας στον δημόσιο χώρο: Ξέρεις ποιος είμαι εγώ που μου μιλάς απότομα, ή με καθυστερείς, ή με αμφισβητείς; Απαιτώ καλύτερη μεταχείριση από τους άλλους και βάλ’ το καλά στο μυαλό σου 3) σε περίπτωση επίδειξης κοινωνικού στάτους και προσφοράς εκδούλευσης: Ξέρεις ποιος εγώ; Λύνω και δένω. Θα τηλεφωνήσω αμέσως στον Τάδε.

Πράγματι, αυτή η συμπεριφορά μπορεί να ιδωθεί ως εθνικό χαρακτηριστικό που συνυπάρχει μετη διεκδίκηση της εξαίρεσης από τον νόμο ― όχι μόνο επειδή η παρανομία βολεύει αλλά και επειδή, μέσω κάποιας ψυχικής διαταραχής (φαντασιώσεων μεγαλείου), πολλοί Ελληνες φρονούν ότι ο νόμος δεν τους αφορά· ότι προορίζονται για ειδική μεταχείριση. Παραλλήλως, επειδή είμαστε μικρή χώρα, ο πρόεδρος, ο προεστός, ο σύγχρονος κοτζάμπασης είναι γνωστός σε όλους –η κοινωνία μας συντίθεται από ισχνές διασημότητες που ψευτοκαμαρώνουν επειδή είναι αναγνωρίσιμες στον μικρό τους κύκλο.

Οι ανθρωπολόγοι διακρίνουν τις κοινωνίες «ενοχής» από τις κοινωνίες «τιμής και αισχύνης». Στις πρώτες, ο κοινωνικός έλεγχος και η κοινωνική συνοχή επιτυγχάνονται μέσω ενεργοποίησης ενοχών και μέσω απειλής για επίγεια ή/και μεταθανάτια τιμωρία: κόλαση και τα τοιαύτα. Στις κοινωνίες ενοχής το άτομο αναρωτιέται: «Είναι δίκαιη ή άδικη η συμπεριφορά μου;». Η ερώτηση και η απάντηση εξαρτώνται από την ατομική συνείδηση, από το έμφυτο αίσθημα του Καλού. Στις κοινωνίες τιμής και αισχύνης, ο έλεγχος επιτυγχάνεται μέσω της ατίμωσης και του οστρακισμού για την απαράδεκτη πράξη. Ετσι, το άτομο αναζητεί μια «ισορροπία τιμής» και αναρωτιέται: «Θα ντροπιαστώ αν κάνω το Α ή το Β;». «Θα ντροπιαστώ αν υποστώ το Α ή το Β;». «Πώς θα φανώ στα μάτια των άλλων;». Σ’ αυτό το είδος της κοινωνίας –στο οποίο εμπίπτει εν πολλοίς η χώρα μας –σημασία έχει η εικόνα του εαυτού όπως αντανακλάται στους άλλους. «Με σταμάτησε η αστυνομία για έλεγχο σαν οποιοδήποτε μέλος του λαουτζίκου. Αρα, θέλησε να με ντροπιάσει. Διαμαρτύρομαι.»

Η προτεραιότητα της τιμής –που σχετίζεται με σύμπλεγμα ανωτεροκατωτερότητας σε ατομικό και συλλογικό – εθνικό επίπεδο –αποδίδεται κυρίως στις ανατολικές θρησκείες, αλλά ανιχνεύεται και στον προτεσταντισμό ο οποίος έχει, εκ φύσεως, πολλές εκδοχές. Η ενοχή αποδίδεται περισσότερο στον καθολικισμό και στον ιουδαϊσμό, δηλαδή σε μια πιο εσωτερική αντίληψη και βίωση των πραγμάτων: το άτομο μπορεί να υποφέρει από τύψεις χωρίς κανείς να γνωρίζει το ηθικό του παράπτωμα, χωρίς να τίθεται ζήτημα δημόσιας έκθεσης και εξευτελισμού. Κατά τα φαινόμενα, στη σημερινή Ελλάδα, παρά την αρχαία παράδοση της μυθολογίας και της τραγωδίας, δυσκολευόμαστε να νιώσουμε ενοχή· πάντοτε κάποιος άλλος φταίει, πάντοτε κάποιος μάς επιβουλεύεται και μας αδικεί. Η ιδιαιτερότητά μας συνίσταται στο ότι δυσκολευόμαστε να νιώσουμε ακόμα και ντροπή: ενδιαφερόμαστε για τα προσχήματα και για το τι θα πουν οι άλλοι, αλλά, εφόσον δεν παραδεχόμαστε ούτε τα σφάλματά μας, ούτε την υπαγωγή μας σε νομικό σύστημα, αναζητούμε μεθόδους να αποφύγουμε την εσωτερική ταπείνωση.

Οσοι πιστεύουν στην ανωτερότητα του ελληνικού τρόπου ζωής αποδίδουν τη συμπεριφορά μας στη διονυσιακή μας ψυχοσύνθεση –πάθος, ψυχικές εκρήξεις, παρορμήσεις, ένστικτα, πνεύμα γλεντιού –στην οποία έχει υποχωρήσει το απολλώνιο στοιχείο του μέτρου και της λογικής. Η υπερβολική μας ευθιξία στην καθημερινότητα μοιάζει να μη σχετίζεται με την ηθική. Και μολονότι στην ελληνική πολιτική σημειώνονται διαρκώς εγκληματικά λάθη, παραλείψεις και σκάνδαλα, είναι πάρα πολύ σπάνιες οι ομολογίες, οι εκκλήσεις για συγχώρεση και οι παραιτήσεις από αξιώματα.

Περάσαμε αποτόμως από κοινωνία φόβου, στην οποία, είτε υπήρχε η τύψη, είτε όχι, το ερώτημα ήταν «Αν κάνω το Α, θα με σκοτώσουν; Θα με βασανίσουν;», σε κοινωνία τιμής. Την εξέλιξη αυτή καθρεφτίζει, νομίζω, η σύγχρονη εκπαίδευση: από το δόγμα «το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά υφίσταντο ψυχικές και σωματικές ταλαιπωρίες, φτάσαμε στην παιδαγωγική του ναρκισσισμού, στο δόγμα «Είμαι υπερήφανος για σένα ό,τι κι αν κάνεις» σύμφωνα με το οποίο οι γονείς αναδεικνύουν τα παιδιά τους άλλοτε σε μικρούς θεούς που έχουν πάντοτε δίκιο, άλλοτε σε θύματα των συμμαθητών τους και της κοινωνίας. Σ’ αυτό το παιδαγωγικό σχήμα σημασία έχει η δημόσια εικόνα.

Η ανακοίνωση της αστυνομίας μετά το επεισόδιο με τον πρώην βουλευτή ήταν εύστοχη: «[Με] το υψωμένο δάχτυλο του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ», έχουμε καταφέρει θεσμική παραλυσία […] χωρίς να χάνουμε ευκαιρία να καταδικάζουμε εκείνους που ακόμη πιστεύουν στην αξία [των θεσμών].» Ετσι κι αλλιώς, η απάντηση στην ερώτηση «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» θα έπρεπε να είναι, εκ μέρους της αστυνομίας τουλάχιστον. «Δείξτε μας την ταυτότητά σας όπως οφείλετε και θα μάθουμε ποιος είστε.» Η μη συμμόρφωση επισύρει, σε τέτοια περίπτωση, κακόγουστες σκηνές, άρα κάποιου είδους δημόσιο εξευτελισμό. Οχι ότι ερυθριάζει κανείς. Δεν ερυθριάζει.