Κατά τη διάρκεια των μνημονιακών ετών αναδείχθηκαν με τον πλέον εμφαντικό τρόπο οι παθογένειες του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης στη χώρα μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την έναρξη των μνημονίων μέχρι σήμερα υπήρξαν μερικές δεκάδες νομοθετικών παρεμβάσεων που στον τίτλο τους είχαν τη φράση «για την επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης», με χαρακτηριστικότερη την εφαρμογή του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Δυστυχώς όλες οι σχετικές παρεμβάσεις είχαν μηδενικά έως ισχνά αποτελέσματα. Είναι προφανές ότι η ελληνική πολιτεία υπό το βάρος της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής που υπέστη τα τελευταία χρόνια, με ανεπίτρεπτη υποκρισία επιμένει να αγνοεί ότι για τις όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις δεν αρκούν οι αγαθές προθέσεις. Επιμένει να παραγνωρίζει ότι η αποτελεσματικότητά τους προϋποθέτει κατά μείζονα λόγο την ύπαρξη των αντίστοιχων υποδομών. Με άθλια δικαστικά κτίρια που προσιδιάζουν σε χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου, με μηχανοργάνωση που λειτουργεί με απαρχαιωμένα ή και κλεψίτυπα προγράμματα και με υποστελεχωμένες υπηρεσίες είναι προφανές ότι οποιοσδήποτε νομοθετικός σχεδιασμός καθίσταται αναποτελεσματικός. Περαιτέρω μια σειρά από αμφιβόλου συνταγματικότητας νομοθετικές ρυθμίσεις στο γενικότερο πλαίσιο της περιστολής της κανονιστικής λειτουργίας της νομοθετικής εξουσίας και οι διαχρονικές εξωθεσμικές παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας στον χώρο της Δικαιοσύνης έχουν ως αποτέλεσμα να πλήττεται ευθέως το κράτος δικαίου και συνακόλουθα να απομειώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στον θεσμό της Δικαιοσύνης. Αντίστοιχη είναι και η αντιμετώπιση και τα αποτελέσματα στον χώρο των λειτουργών της Δικαιοσύνης, δικαστών, εισαγγελέων και δικηγόρων. Δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί που εργάζονται σε εξοντωτικούς ρυθμούς με ανύπαρκτη υλικοτεχνική υποδομή και ελλιπές βοηθητικό προσωπικό και δικηγόροι που δίνουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία πραγματικό αγώνα επιβίωσης, αδυνατώντας να αντεπεξέλθουν στις άδικες και υπέρογκες φορολογικές και ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις, οδηγούνται μετά βεβαιότητας στην πλήρη απαξίωση και ειδικά για τους συναδέλφους μου, στην αναγκαστική έξοδό τους από το επάγγελμα. Θα ήταν τουλάχιστον χρήσιμο για την εκάστοτε πολιτική ηγεσία επιτέλους να ακούσει τις απόψεις και προτάσεις εκείνων που βρίσκονται καθημερινά στις δικαστικές αίθουσες. Σε τοπικό επίπεδο δυστυχώς βιώνουμε την αθλιότητα του κατ’ ευφημισμόν Δικαστικού Μεγάρου Ηρακλείου. Το τέταρτο κατά σειρά στη χώρα σε ύλη Πρωτοδικείο Ηρακλείου στεγάζεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 στο υφιστάμενο κτίριο που κατά το παρελθόν χρησίμευσε και ως τουρκικός στρατώνας.

Παρά τις προσπάθειες δεκαετιών, δεν κατέστη εφικτή η στέγαση των δικαστικών υπηρεσιών σε έναν χώρο αντάξιο του κύρους του θεσμού και της πόλης του Ηρακλείου. Ηδη υπάρχουν δικαστικές υπηρεσίες διάσπαρτες σε διάφορα σημεία της πόλης και το κεντρικό κτίριο χωρίς στοιχειώδη συντήρηση ευρίσκεται υπό κατάρρευση. Το Ηράκλειο και οι πολίτες του δεν ζητούν, αλλά απαιτούν την ανέγερση του νέου Δικαστικού Μεγάρου Ηρακλείου στον χώρο που έχει ήδη επιλεγεί και απαλλοτριωθεί με χρήματα των ελλήνων φορολογουμένων από το 2007.

Ο Αρης Ροζάκης είναι πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου Κρήτης