Δύο χρόνια αφότου επιβλήθηκε, αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016, δέκα ημέρες αφότου ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ορκίστηκε εκ νέου αρχηγός του κράτους, αναλαμβάνοντας αυτή τη φορά μια εκτελεστική προεδρία με δραματικά ενισχυμένες εξουσίες, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης ήρθη χθες, στις 12 τα μεσάνυχτα της Πέμπτης πιο συγκεκριμένα, στην Τουρκία. Λίγες ώρες νωρίτερα, ο ηγέτης της κεμαλικής αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου είχε καταδικαστεί σε πρόστιμο 359.000 λιρών (64.000 ευρώ) για συκοφάντηση του Ερντογάν και της οικογένειάς του. Λίγες ώρες αργότερα, μία (ακόμα) δημοσιογράφος της «Τζουμχουριέτ», ίσως της μοναδικής ανεξάρτητης εφημερίδας που έχει απομείνει, καταδικάστηκε σε περισσότερα από δύο χρόνια φυλάκιση για ρεπορτάζ της. Το «αποπνικτικό κλίμα φόβου» για το οποίο μιλάει η Διεθνής Αμνηστία καλά κρατεί στην Τουρκία. Ενας νέος, δρακόντειος αντιτρομοκρατικός νόμος βρίσκεται άλλωστε στα σκαριά –ενσωματώνει πολλές προβλέψεις της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Στο μεταξύ, ο Ερντογάν συνεχίζει να εκδίδει μακροσκελή διατάγματα και προεδρικές αποφάσεις, συγκεντρώνοντας όλες τις εξουσίες, εξαφανίζοντας ό,τι είχε απομείνει από «δημοκρατικούς ελέγχους και ισορροπίες».

«Τώρα με το νέο σύστημα όλη η κρατική εξουσία βρίσκεται στα χέρια του προέδρου Ερντογάν, δεν υπάρχει λοιπόν πλέον ανάγκη για κατάσταση έκτακτης ανάγκης» δήλωσε χαρακτηριστικά στην «Guardian» η Πελίν Ουνκέρ, μία ακόμη υπόδικη δημοσιογράφος της «Τζουμχουριέτ». Το πρώτο διάταγμα που δημοσιεύτηκε, ώρες πριν ορκιστεί, άλλαζε τον τρόπο λειτουργίας σχεδόν κάθε κυβερνητικής υπηρεσίας και δημόσιου οργανισμού στη χώρα. Με τα ακόλουθα, ο Ερντογάν φρόντισε να θέσει τη στρατιωτική δομή διοίκησης υπό τον απόλυτο έλεγχό του, το ίδιο και τη διαχείριση ποικίλων θεσμών, από τις αμυντικές εταιρείες μέχρι τα κρατικά θέατρα. Φρόντισε επίσης να θέσει και επισήμως την Τουρκική Κεντρική Τράπεζα υπό τον έλεγχο του υπουργείου Οικονομικών –όπου έχει τοποθετήσει επικεφαλής τον γαμπρό του. Με βάση το νέο προεδρικό σύστημα που τέθηκε σε εφαρμογή, χάρη στις πρόσφατες εκλογές καθώς και το δημοψήφισμα του 2017, το πρωθυπουργικό αξίωμα έχει καταργηθεί. Ο πρόεδρος συντάσσει τον προϋπολογισμό, αυτός επιλέγει τους δικαστές και πολλούς ανώτερους αξιωματούχους. Αυτός διορίζει τους επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας, της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων και της Κεντρικής Τράπεζας, καθώς και τους πρεσβευτές, τους κυβερνήτες και τους πρυτάνεις των πανεπιστημίων. Σχεδόν κανένας από αυτούς τους διορισμούς δεν προϋποθέτει διαδικασία επικύρωσης.

Ο νέος αντιτρομοκρατικός νόμος, βέβαια, πρέπει να περάσει από το Κοινοβούλιο –αυτό είναι υπεύθυνο για τις τροποποιήσεις των ισχυόντων νόμων. Ελέγχεται όμως απόλυτα από το AKP και τους εθνικιστές συμμάχους του, το MHP του Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Και σε τελική ανάλυση, ο πρόεδρος μπορεί να διαλύσει το Κοινοβούλιο και να προκηρύξει νέες εκλογές κατά βούληση. Ο υπό συζήτηση νόμος δίνει στην αστυνομία την εξουσία να κρατά υπόπτους έως και 12 ημέρες χωρίς απαγγελία κατηγοριών και στους κυβερνήτες τη δυνατότητα να περιορίζουν την πρόσβαση σε δημόσιους χώρους επικαλούμενοι λόγους ασφαλείας –καθιστώντας πιο εύκολη την απαγόρευση διαδηλώσεων. Απαγορεύει επίσης σε οποιονδήποτε από τους 160.000 δημοσίους υπαλλήλους που αποπέμφθηκαν μετά το πραξικόπημα να εργαστούν ξανά στο Δημόσιο. Στο μεταξύ, το πογκρόμ συνεχίζεται. Την Τρίτη, μια ομάδα ακαδημαϊκών που είχαν υπογράψει αίτημα για την ειρηνική επίλυση της διαμάχης με τους κούρδους αυτονομιστές καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης. Οι Αρχές ξεκίνησαν χθες νέα έρευνα εις βάρος του Κιλιτσντάρογλου, έπειτα από μηνυτήρια αναφορά τού Ερντογάν, για προσβολή του προέδρου –λόγω γελοιογραφίας που είχε αναρτήσει στα σόσιαλ μίντια. Τα τελευταία δύο χρόνια, έχουν συλληφθεί περισσότεροι από 77.000 άνθρωποι, ανάμεσά τους και 120 δημοσιογράφοι, ενώ περισσότεροι από 1.500 άνθρωποι καταδικάστηκαν σε ισόβια. «Ενα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση» χαρακτήρισε σε πολιτικά ορθή γλώσσα η ΕΕ την άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, κρίνοντάς την παράλληλα ανεπαρκή λόγω των έκτακτων εξουσιών που χορηγούνται στις Αρχές και των πλείστων όσων περιορισμών στις ελευθερίες που διατηρούνται.