Οι προεδρικές εκλογές στην Τουρκία κατέδειξαν την άνοδο στη γεωπολιτική ταυτότητα της χώρας ενός στοιχείου που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «αυτοκρατορικός εθνικισμός». Το νέο αυτό μέγεθος έχει ως βάση τον παραδοσιακό κεμαλικό εθνικισμό, που αποτέλεσε και τον πυρήνα του μεταοθωμανικού τουρκικού κράτους, εν παραλλήλω με την οργανική ανασφάλεια της Τουρκίας και τη νοοτροπία χώρας «υπό πολιορκία» (siege mentality). Μιας χώρας δηλαδή που απειλείται διαρκώς από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.

Ταυτοχρόνως, η μετάλλαξη της τουρκικής κοινωνίας προς μια ισλαμιστική κατεύθυνση και η αναπόφευκτη σύγκρουση με τα οπισθοχωρούντα αλλά ακόμη ισχυρά φιλοδυτικά, κοσμικά και αντιισλαμικά κομμάτια της τουρκικής κοινωνίας, προκαλεί μεγάλες εντάσεις μέσα στην Τουρκία και συντελεί στη δημιουργία ενός κλίματος ασάφειας και ανασφάλειας.

Αυτή λοιπόν η αίσθηση διαρκούς απειλής συνδυάζεται με μια εξίσου αγχωτική αίσθηση «ιστορικής ευκαιρίας» για την Τουρκία να καταφέρει, όσο είναι καιρός, να «πλασαριστεί» σε μια από τις προνομιούχες θέσεις του υπό διαμόρφωση πολυπολικού διεθνούς συστήματος, λειτουργώντας ως ομόλογος εταίρος χωρών σαν την Κίνα, την Ινδία και τη Ρωσία.

Αποτέλεσμα αυτής της σύζευξης φόβων και φιλοδοξιών είναι η δημιουργία ενός εξαιρετικά επιθετικού εθνικισμού, στρατευμένου στην υπηρεσία ενός αυτοκρατορικού οράματος, το οποίο στοχεύει και στη διασφάλιση της ενότητας και της συνέχειας της Τουρκίας διά της γεωπολιτικής της αναβάθμισης.

Αυτό το εθνικιστικό –αυτοκρατορικό όραμα εκφράζεται πρωτίστως από τον πρόεδρο Ερντογάν, αλλά διαπερνά ολόκληρη την πολιτική σκηνή της Τουρκίας και αποτελεί τον πυρήνα της τουρκικής γεωπολιτικής ταυτότητας και συνακόλουθης μακρόπνοης συμπεριφοράς της.

Και από ό,τι φαίνεται, το βασικό εργαλείο υλοποίησης αυτής της πολιτικής θα είναι η στρατιωτική ισχύς, που επιδιώκει να αποτελέσει και τον πυρήνα της οικονομικής ισχύος της μελλοντικής Τουρκίας διά της δημιουργίας ενός πανίσχυρου στρατοβιομηχανικού συμπλέγματος.

Και αυτήν ακριβώς την αυτοκρατορική –μιλιταριστική Τουρκία θα αντιμετωπίσουν η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία σε βάθος χρόνου. Η νέα αυτή ανασφαλής αλλά και υπερφιλόδοξη Τουρκία δείχνει να αντιλαμβάνεται την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία ως δύο ενοχλητικά και επικίνδυνα αγκάθια στα πλευρά της, τα οποία θα πρέπει να βγάλει για να εξασφαλίσει την απόλυτη κυριαρχία στον κρισιμότατης σημασίας για τη διαμόρφωση των διεθνών ισορροπιών χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Το αποτέλεσμα αναμένεται να είναι μια παρατεταμένη και διαρκώς επιδεινούμενη κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η οποία δεν θα επηρεάζεται από επιμέρους συμβάντα όπως αν στην Τουρκία είναι προεκλογική ή μετεκλογική περίοδος, όπως αφελώς επιμένουν να θεωρούν πολλοί εν Ελλάδι.

Ο δρ Κωνσταντίνος Γρίβας είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Επίσης διδάσκει Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών