Γιατί άραγε η Βασιλική Ηλιοπούλου επιλέγει ως τίτλο του βιβλίου της (ένα σύνολο δεκαεπτά διηγημάτων) έναν τίτλο όπως «Το τέρας στο μετρό» και έναν υπότιτλο όπως «Μικρές και μικρότερες ιστορίες με τέρατα», αφού με τα ίδια της τα διηγήματα αιφνιδιάζει πολύ επαγωγότερα και αποκαλυπτικότερα, σε σχέση με τον τίτλο και τον υπότιτλο, που επιπλέον μάλλον άσχετοι φαίνονται με το βαθύτερο περιεχόμενό τους; Οσο και αν το κείμενο του Φαίδωνα Χατζηδημητρίου στο οπισθόφυλλο προειδοποιεί ότι «το βιβλίο της Ηλιοπούλου μιλά για τέρατα, παρόλο που δεν ανήκει στις ιστορίες τρόμου. Μιλά για τη διαφορετικότητα στην όψη ή τη συμπεριφορά ή τη διαφορετικότητα του Αλλου ανθρώπου που ταράζει και ωθεί στη διαδικασία τερατοποίησής του. Ετσι που η αναπόφευκτη εμμονή στην εχθρότητα μετατρέπει σε τέρας και τον εχθρό του «τέρατος»», αν το βιβλίο είχε έναν άλλο τίτλο, έναν άλλο υπότιτλο και ένα διαφορετικά γραμμένο οπισθόφυλλο, ούτε καν θα πήγαινε το μυαλό του αναγνώστη στη λέξη «τέρας».

Παφλαστική έμπνευση

Καθώς η καθημερινότητα που απεικονίζεται, όσο «διαφορετική», «ξέχωρη», «ιδιαίτερη» ή «άγνωστη» και αν είναι ή όσο και αν προϋποθέτει τους ανθρώπους ως «τέρατα» ή καθ’ οδόν προς την «τερατοποίησή» τους, δεν παύει να παραμένει μια καθημερινότητα που, ακόμη και αν δεν τη ζει κανείς, μπορεί να την υποθέσει τόσο περισσότερο που ως αφετηρία τους τουλάχιστον τα διηγήματα της Βασιλικής Ηλιοπούλου –σχεδόν στο σύνολό τους –δεν εξυπονοούν κάποιου είδους αντικανονικότητα, ενώ η ανάπτυξή τους γίνεται με έναν τόσο ήμερο αφηγηματικό τόνο όσο τουλάχιστον θα χρησιμοποιούνταν προκειμένου να γραφούν διηγήματα βατά και κάθε άλλο παρά τόσο υψηλής, αλλά αφανέρωτης, συγκινησιακής φόρτισης και διεισδυτικότητας όσο «Το τέρας στο μετρό». Με λίγα λόγια, η λέξη «τέρας», ενώ φαίνεται να λειτουργεί αποκαλυπτικά, αντίθετα μπερδεύει γιατί τα ίδια τα διηγήματα είναι τόσο έντονα και τόσο υπογείως δραστικά ώστε, ενώ ο τίτλος τους σε προδιαθέτει για κάτι το υπερθετικό ή το εξωφρενικό, η αντίστοιχη εντύπωση έχει επιτευχθεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, χωρίς όμως να έχει επιδιωχθεί, χάριν μιας έμπνευσης όχι μόνο παφλαστικής, αν και βαθύτατα χειραγωγημένης, αλλά ταυτόχρονα και ενός υψηλού συνδυαστικού χαρακτήρα. Με αποτέλεσμα επειδή η λέξη «τέρας» μπορεί και να ηχεί ως δικαιολογία για καθετί το απίθανο που συμβαίνει, η απουσία της αντίθετα θα επιδείνωνε λόγω των καταστάσεων που εξεικονίζονται το αίσθημα μιας πραγματικής τερατογένεσης, όπως αυτή που παρακολουθούμε, χωρίς επομένως να χρειάζεται ο συγκεκριμένος προσδιορισμός.

Εκτός και αν η Βασιλική Ηλιοπούλου ήθελε να μας μεταγγίσει με έναν ακόμη πιο δραστικό τρόπο τη φράση που είχε γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις, μεσούσης της δεκαετίας του ’80, ότι το τέρας είμαστε εμείς οι ίδιοι, γι’ αυτό και δεν μας κάνει πια καμιά εντύπωση. Ομως ο Μάνος Χατζιδάκις μιλούσε για μια μορφή κοινωνικού τέρατος, ενώ το τέρας της Βασιλικής Ηλιοπούλου έχει έναν τόσο ιδιωτικό χαρακτήρα (έστω και αν συνενούμενα μεταξύ τους τα ιδιωτικά «τέρατα» δημιουργούν την έννοια ενός «τέρατος» με καθολικές διαστάσεις) που –παράδειγμα το διήγημα «Δεν είναι να εμπιστεύεσαι κανέναν» –θα μπορούσε να το εκλάβει κανείς ως μια μεμονωμένη περίπτωση για να καταλάβει τελικά ότι πρόκειται για μια γενικευμένη συνθήκη. Αν και ως ειδική περίπτωση ο τερατικός της χαρακτήρας γίνεται πολύ πιο εφιαλτικός παρά αν απηχούσε την αντίδραση μιας ολόκληρης πόλης. Αν θα θέλαμε να εκφράσουμε έναν ενδοιασμό –για τα μάτια του κόσμου, όπως λένε –και αφού συμφωνήσουμε πως ο τίτλος με τη λέξη «τέρας» δεν έχει κανενός είδους καταγγελτικό χαρακτήρα, είναι ότι η Ηλιοπούλου εμφυσά μια τόση ποίηση στους ήρωές της, που περισσότερο για πρόσωπα του περιθωρίου θα τα υπολόγιζε κανείς, παρά ως πρόσωπα που εγκυμονούν κινδύνους για τους άλλους, όπως ένα «τέρας».

Αφού δεν είναι μόνον η Πηγή στο «Αγγιγμα» ή ο Φάνης στο «Ανθρωπος στη θάλασσα» ή η Λίρι στο «Κοριτσάκι» που αντιδρούν σε μια ενδεχόμενη «τερατοποίησή» τους, αλλά ακόμη και η Πολυτίμη στο «Περπερό» ή η Νικολέτα στο «Οχι στο πρόσωπο» που θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει κανείς όχι προς Θεού ως «τέρατα» αλλά ως ιδιαίτερες υπάρξεις καθώς συγκροτούν ακόμη και ως «παρά φύσιν» μια «κανονικότητα» που η λογοτεχνία έχει ποικιλοτρόπως εκθειάσει. Για να μη μιλήσουμε για τον Νώντα στη «Λέξη» ή για την Ελευθερία στο «Μαζί του» ή για τον Γαβρήλο στα «Χάλκινα» που εκφράζουν μια τόση ευαισθησία στον προσωπικό τους χώρο σε σχέση με τον περίγυρό τους, καθώς με μια αντίστοιχη με τη δική τους «τερατοποίηση» θα προέκυπτε, λόγω μιας οξείας παρατηρητικότητάς τους, ένας κόσμος σχεδόν αγγελικός, έστω και αν ο καθένας τους τη διαχειρίζεται ως το μυστικό του –χωρίς αυτό να τον κάνει «τέρας».

Αφώτιστα διαμερίσματα

Τώρα, αν ως προϋπόθεση αυτού του είδους της τερατογένεσης θα μπορούσε να λογαριαστεί η ίδια η πόλη με τα νοσοκομεία της, τα πνευματικά της κέντρα, τα ψιλικατζίδικά της, τους αλλοδαπούς της ή τα αφώτιστα διαμερίσματά της, καθώς ο καθένας φαίνεται να υπάρχει μόνο για τον εαυτό του ή αν θυμάται τους άλλους είναι όταν τους χρειάζεται προκειμένου να λύσει κυρίως μέσα του τους προσωπικούς του λογαριασμούς, όχι σπάνια και για να έρθει στα χέρια μαζί τους, το εξαγόμενο στη Βασιλική Ηλιοπούλου γίνεται τόσο συναρπαστικό συγγραφικά, επειδή ακριβώς πρόθεσή της παραμένει να περιγράψει τα ζοφερά χρώματα μιας φυλακής που τελικά όμως ο ελάχιστος χώρος της μεταβάλλεται σε μια πραγματική ελευθερία για τους ήρωές της. Οπως ακριβώς το τρισέλιδο διήγημά της «Αρωμα με κανέλα» που συνιστά, κατά τη γνώμη μας, την περιεκτικότερη αφηγηματική απόδοση που έχει υπάρξει στην ελληνική γλώσσα ενός σύγχρονου φαινομένου, δηλαδή με όση ευγένεια και φιλαλληλία εκφράζεται κανείς όταν το κάνει με το όνομά του –και όχι οποιοδήποτε όνομα στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού ο ήρωας λέγεται Νεκτάριος -, με έναν αντίστοιχο ψυχικό βόρβορο να απευθύνεται σε έναν άγνωστό του, ανωνύμως βέβαια και ο ίδιος. Χωρίς όμως και πάλι να αισθάνεσαι πως έχεις να κάνεις με ένα τέρας.

Βασιλική Ηλιοπούλου

Το τέρας στο μετρό

Εκδ. Πατάκη, 2017, σελ. 162

Τιμή: 10 ευρώ