Το επεισόδιο έκανε τον γύρο του Διαδικτύου και δίχασε το ελληνικό κοινό με ένταση και πάθος που, πέραν της γραφικότητας, κατέδειξαν, για άλλη μια φορά, εμμονές και στερεότυπα. Καλώς απευθύνθηκε ο νεαρός στον γάλλο πρόεδρο στον ενικό και με το υποκοριστικό του; Καλώς του «τα έχωσε» ο Μακρόν; Δεν θα ήταν καλύτερα αν τον επέπληττε ιδιωτικά; Και παραμένω στα πιο ρεαλιστικά σχόλια διότι άλλες αναγωγές μου έδωσαν την εντύπωση ότι ο μέσος Ελληνας, βαθιά μέσα του, μπορεί και να πιστεύει ότι Μακρόν είναι, περίπου, ο ρεπατζής της δικής του συνείδησης. «Εγώ θα έκανα αυτό, εγώ θα έκανα το άλλο, μεγάλο ψώνιο ο τύπος». Οχι φίλε, εσύ δεν είσαι ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο σημαντικότερος θεσμός στη χώρα του. Ασε που η χρήση του πληθυντικού έχει άλλη σημειολογία, σε σχέση με τα καθ’ ημάς, τόσο στη γαλλική γλώσσα όσο και στα γαλλικά ήθη.

Πέραν τούτου, θα μπορούσε ο Μακρόν να επιπλήξει τον νεαρό ιδιωτικά, μακριά από τις κάμερες; Ναι, θα μπορούσε. Τι θα γινόταν τότε; Κατά τη γνώμη μου πάντα, ευκαιρίας δοθείσης, θα επαναλάμβανε την «τζάμπα μαγκιά του». Γιατί περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Μία άσκηση νεανικού αυτοθαυμασμού και ναρκισσισμού. «Ναι, αλλά θα τον προστάτευε» λένε πολλοί. Από τι; Από τη νιότη του; Από την αυθάδεια της ηλικίας του, που για τον νεαρό είναι ταυτόσημη της επανάστασης; (Να πω εδώ ότι η έννοια της επανάστασης εμπεριέχει και την έκθεση. Και οι «επαναστάσεις υπό προστασία» δεν είναι από αυτές που αφήνουν έστω και ένα μικρό αποτύπωμα στην κοινωνία).

«Και αυτά τα μπαμπαδίστικα, ότι πρώτα βγάζουμε λεφτά και μετά κάνουμε επανάσταση;» ήταν μία άλλη αποστροφή του αντιλόγου; Εδώ όμως θα καταφύγω σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Τάσου Λιγνάδη «Καταρρέω». Αναφέρει λοιπόν ως «επιστολή σε ένα σύγχρονο νέο»: «…Κάθε ηλικία παίζει (θέατρο) αλλά η νεανική ηλικία είναι ταλαντούχος στο παίξιμο. Γιατί έχει ανάγκη να την θαυμάζουν, είτε κάνει τον γύρο του θανάτου με το μηχανάκι, είτε παριστάνει τον Σπάρτακο, είτε αντιγράφει τον Μπόνι και Κλάιντ (…) Και πρέπει να ομολογήσεις ότι αυτό το θέατρο το έπαιξες με την ψυχή σου. Εκανες το παν για να μας καταπλήξεις. Αν η θεατρική σου προσφορά είχε ή δεν είχε ποιότητα και ειλικρίνεια, αυτό θα το καταλάβεις ύστερα από λίγο, όταν η πραγματικότητα θα σε υποχρεώσει να αποστασιοποιηθείς. Οταν καταλάβεις κι εσύ όπως όλοι μας ότι το παιγνίδι της μεγαλειότητάς σου «ήταν αγέρας κι έφυγε, κορυδαλλός κι εχάθη» που λέει ο Γκάτσος. Δεν θέλω να σε τρομάξω αλλά να σε προετοιμάσω, γιατί σε λίγο ίσως αναγνωρίσεις ότι η πραγματικότητα του τέλους του παιχνιδιού μοιάζει με τη ζοφερή κωμωδία του ομώνυμου έργου του Μπέκετ (…) Αυτά που έγραψα δείχνουν σαφέστατα ότι δεν σε εκτιμώ. Δεν τα παίρνω πίσω. Η αλήθεια όμως είναι ότι ενδόμυχα παρακαλώ και προσεύχομαι να με διαψεύσεις. Νιώθω δηλαδή σαν το πλατωνικό νευρόσπαστο στον «Φαίδωνα» που έχει τον πόνο και τη χαρά, αν και είναι δύο, συνημμένα εκ μίας κορυφής».