Ο Ρωμανός ο Μελωδός με έχρισε επίσημα μεταφραστή πριν από είκοσι περίπου χρόνια. Η μαθητεία μου στο εργαστήρι του μου έδωσε την ευκαιρία να ενστερνιστώ την ανάσα του, να βηματίσω στον ρυθμό του. Στην αρχή τον υποδυόμουνα, αλλά σταδιακά τον επωμιζόμουνα. Η μετάφραση δεν είναι παρά ένα δοκίμιο σκέψης: γράφοντας υποθηκεύεις τον εαυτό σου στον αναγκαίο στοχασμό και σε ασκήσεις ακριβείας του μυαλού. Πάντως θα ήθελα να υπογραμμίσω την εγγενή επικινδυνότητα της «γνώριμης» (εν χρήσει ακόμη) λέξης που πρέπει να «μεταφραστεί» χωρίς να χάσει το ειδικό της βάρος. Η γλώσσα του Ρωμανού μπορεί, παραμένοντας πιστή στους δοτούς περιορισμούς του δόγματος, ν’ απογειώνεται δοξολογώντας και άλλη Πλατυτέρα, την Ποίηση.

Βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο η θεολογία να διατυπώνεται μουσικά και ποιητικά, και τούτο είναι μια θεσμική ανάγκη, καθώς η ποίηση υπερέχει του άκαμπτου δογματικού λόγου. Η υψίστη θεολογία, από τη φύση της ποιητική, για να υπάρξει χρειάζεται το ποιητικό εγκαλλώπισμα. Στην περίπτωση του Ρωμανού συμμετέχουν πολλές αγγελικές δυνάμεις από τον ουρανό της Ποίησης: γλωσσικός θησαυρός, ευφάνταστη εικονοπλασία, κατορθωμένη απλότητα ως προς την τεχνική της αφήγησης και του ψυχολογικού διαλόγου (εξωτερικού και εσωτερικού), περίτεχνη δραματικότητα, λεπτή αίσθηση του χιούμορ, καίριο επίθετο, παιχνιδιάρικες συνηχήσεις και αντιθέσεις, πατήματα του λόγου (σαν νότες) και ρυθμικές αποκλίσεις, όλα εκείνα τα στοιχεία που συνεργούν στην ανθρωποποιία και την αναπαράσταση της ζωής. Τα πρόσωπα άλλωστε του Ρωμανού πάλλονται από εσωτερική θέρμη και οικειότητα που αγγίζει την ουσία του «φιλάνθρωπου» στοιχείου, όπως το ενσαρκώνει η βαθύτερη φύση του xριστιανισμού. Ο μεταφραστής οφείλει, όσο μπορεί, να «μεταφέρει» αυτή την αίσθηση –μάλλον αυτή την ενέργεια πνεύματος –και να συντονιστεί με την ανάσα του αντικειμένου του. Οφείλει δηλαδή να συσχηματίζει, μυστικώς και ιεροπρεπώς, το αντικείμενο με το υποκείμενο, ακολουθώντας τον ρυθμό και την ακρίβεια του λόγου του μελωδού. Να τον συνέχει διαρκώς η αίσθηση ότι ο ίδιος οδήγησε τον ύμνο σε μορφική εκλέπτυνση και τελειότητα, του προσέδωσε πλαστικότητα και ανήγαγε τη γλώσσα σε επίπεδο που να καθιστά το Κάλλος ιερό.

Στην προσπάθεια ν’ αναπλάσω το αυθεντικό κλίμα του Ρωμανού χειρίστηκα τις λέξεις ως μουσικό όργανο διαμορφωμένο από τη αδιάσπαστη ενότητα της γλώσσας μας. Σε κάποια σημεία της μετάφρασης μένει αυτούσιο το πρωτότυπο, σε επιλεγμένους κόμβους. Eτσι προσδίνεται με την τεχνική του κολάζ ένα άλλο άρωμα στο κείμενο και κείνη η χρωματική πολυφωνία, που κυμαίνεται ανάμεσα στη νεοελληνική και τη βυζαντινή εκδοχή της γλώσσας, ώστε να ανταποκρίνεται στην ατμόσφαιρα των κοντακίων.

Η δοκιμασία του μεταφραστή, όταν διασταυρώνεται με την ιερή γραφή του Ρωμανού, είναι ότι έχει μπροστά του έναν ποιητή, του οποίου η μελική σύνθεση -εναρμονισμένη άλλωστε απόλυτα με τον ύμνο –δεν παύει να είναι θρησκευτική. Οφείλει δηλαδή να προσέξει ώστε να μην ταράξει τη θεολογική ακρίβεια, μαζί και την πολυσημία του κειμένου. Πρέπει ακόμα να κρατήσει τον κραδασμό που εκπορεύεται από τις έννοιες και συνυφαίνεται με τη μυστική σύναξη των λέξεων, τη σύμμειξη και σύνταξή τους.

Ο μεταφραστής δεν έχει άλλη επιλογή από τούτη: να διακινδυνεύει κάθε στιγμή, αποθέτοντας ωστόσο την ελπίδα του στον συγγραφέα που μεταφράζει. Ο Ρωμανός είναι και ο δείξας μου τον τρόπο να ακολουθήσω τη γραφή του στη μεταγραφή. Αν καταφέρεις δηλαδή και τον πείσεις πως θα του είσαι πιστός, σου δίνει τον παλμό του, σου επιτρέπει ακόμη και να τον αφήσεις πού και πού αμετάφραστο, για να μη διαλυθεί ο πυρήνας και η λειτουργική του διάσταση. Επίσης σου επιτρέπει ανορθόδοξες τόλμες, υπό τον όρο να κινείσαι εν πνεύματι και αληθεία. Η απόδειξη είναι στο χέρι σου και οξύμωρα στηρίζεται στη συνειδητή αποφυγή των λοξοδρομήσεων, παρεκτός και δεν έχεις άλλον τρόπο να τον μεταγράψεις. Η ιστορία του απαγορευμένου καρπού επαναλαμβάνεται και στη μεταφραστική πράξη: έχεις το ελεύθερο να κόψεις τον καρπό, αλλά η σωφροσύνη εστιάζεται στη σωστική διαχείριση της ελευθερίας σου. Η μεταγραφή αποτελεί ανάπλαση, που ανατροφοδοτείται από τον στοχασμό και την αθέατη πλευρά του λόγου. Η ένταξη των λέξεων στο μεταφραστικό στερέωμα προϋποθέτει και την πίστη προς το ορθόδοξο κείμενο. Η γλώσσα μετεξελίσσεται, το ίδιο και η μετάφραση: χάρη στην επεξεργασία γίνεται φυσική, ανακαλύπτει το δικό της πρόσωπο. Με τον καιρό καταλαβαίνεις πως ασκείται μια παράδοξη έλξη που διαθέτει έναν ασύλληπτο πυρήνα με εσωτερικούς μηχανισμούς, έξω από τον δικό σου κόσμο, αλλά πολύ κοντά στη θέλησή σου να υποταχθείς στο νόημά του «με καιρό και με κόπο» (ταπεινοφροσύνη και χειροποίητη εργασία). Η ευθύνη του μεταφραστή εστιάζεται στη δυναμική των επιλογών του, που στοχεύουν να κάνουν τη μετάφραση φυσική –να ξεχνά δηλαδή ο αναγνώστης ότι διαβάζει μετάφραση. Αλλά, για ν’ αποδώσουμε στον συγγραφέα το κείμενό του, θα πρέπει να το κάνουμε δικό μας σπλάχνο –αληθινά τότε μονάχα γίνεται δικό του. Η σχέση με αυτό πρέπει να είναι συνεπώς εκκλησιαστική, πράγμα που ευνοεί και τη χρήση λόγιων στοιχείων.

Η συντήρηση μιας λόγιας γλώσσας δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην συντηρητισμό –ίσως μάλιστα να σηματοδοτεί το αντίθετο και να είναι η γλώσσα του λαού ενδεδυμένη λόγιο σχήμα. Συχνά εξάλλου στα αγιολογικά το λόγιο και το λαϊκό συνδυάζονται ζευγαρωμένα με μια φυσικότητα που θησαυρίζει την ψυχή του λαού. Θα ήθελα καταλήγοντας να προσθέσω ότι το μεταφραστικό μας εγχείρημα μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα, δηλαδή να μεταφέρουμε τη δική μας νεότερη γλώσσα και να την αποθέσουμε στο παλαιότερο κείμενο, σε μιαν ανακαίνιση του πρωτοτύπου. Αφού σεβαστούμε φυσικά τον ρυθμό του, το ύφος, το χρώμα, την έκφραση, καθετί που θα θυμίζει εκείνο, διατηρώντας παράλληλα το δικαίωμα για μιαν αυθύπαρκτη, δική μας ζωή.