Από μια άποψη, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Ολιβιέ Γκεζ ξεκίνησε να μελετά τη ζωή του Γιόζεφ Μένγκελε, του γιατρού του Αουσβιτς που όριζε ποιοι θα καταλήξουν στον θάλαμο αερίων και ποιοι θα γίνουν αντικείμενο των ειδεχθών πειραμάτων του, πολύ πριν σκεφτεί να μεταφέρει την ιστορία της εξαφάνισής του στο βιβλίο που τιμήθηκε με το Βραβείο Renaudot του 2017 και που ο ίδιος παρουσίασε στη 15η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Ασχολείται εξάλλου εδώ και χρόνια με τη μεταπολεμική Ευρώπη και με ζητήματα όπως η ιστορία των Εβραίων της Γερμανίας (για την οποία έγραψε το «L’Impossible Retour – Une histoire des Juifs en Allemagne depuis 1945») ή η ζωή του εισαγγελέα και κυνηγού των Ναζί Φριτς Μπάουερ (την οποία αποτύπωσε στο σενάριο της ταινίας «Μυστική ατζέντα», σε σκηνοθεσία Λαρς Κράουμε).

Το σημαντικό όμως με τον Μένγκελε, τον επονομαζόμενο και «Αγγελο του θανάτου», ήταν για τον Γκεζ ότι επί χρόνια του αποδίδονταν μυθικές διαστάσεις. Θεωρούνταν κάτι σαν ανίκητος εγκληματίας με υπεράνθρωπες δυνάμεις. Ισως, μεταξύ άλλων, γιατί δεν συνελήφθη ποτέ. Διέφυγε στη Λατινική Αμερική, έζησε στην Αργεντινή και στη Βραζιλία, μέχρι που, βυθισμένος σε μια κόλαση παράνοιας και αγωνίας, οδηγήθηκε στον θάνατο σε ηλικία 67 ετών. Σε αυτήν την περίοδο επικεντρώνεται το στηριγμένο σε πραγματικά γεγονότα μυθιστόρημα του Γκεζ με τίτλο «Η εξαφάνιση του Γιόζεφ Μένγκελε». Δεν είναι το πρώτο έργο μυθοπλασίας που παρακολουθεί τον καταζητούμενο γενετιστή. Εχουν προηγηθεί βιβλία ή και ταινίες, όπως «Ανθρωποκυνηγητό σε δύο ηπείρους» και «Τα παιδιά από τη Βραζιλία». Οπως δε εξηγεί ο Γκεζ στο «Βιβλιοδρόμιο», είναι δύσκολο να ξεκινάς τη μέρα σου γράφοντας για έναν τέτοιο εγκληματία: «Υπάρχουν κι ωραιότερα πράγματα να ασχοληθεί κανείς» θα πει. Γιατί λοιπόν έκανε τον κόπο;

Ποια ήταν τα πιο κρίσιμα ερωτήματα προς τον εαυτό σας προτού καταπιαστείτε με μια φιγούρα όπως ο Γιόζεφ Μένγκελε; Πώς να μην προκληθεί η παραμικρή συμπάθεια στο πρόσωπό του; Τι νόημα έχει η ιστορία του έπειτα από τόσα χρόνια ευρωπαϊκής ειρήνης; Κάτι άλλο;

Τα ερωτήματα ήταν δύο. Πρώτον, γιατί κατάφερε να το σκάσει τόσο εύκολα –υπό αυτή την οπτική, το βιβλίο διαβάζεται και σαν αστυνομικό μυθιστόρημα. Το δεύτερο ερώτημα είναι σχεδόν μεταφυσικό, αλλά σημαντικότερο: Πώς είναι η ζωή κάποιου που έστειλε 400.000 ανθρώπους στον θάνατο και που πραγματοποίησε φρικτά πειράματα σε παιδιά;

Γιατί όμως να μη γράψετε ένα δοκίμιο, μια βιογραφία;

Πρέπει να γνωρίζεις τα όριά σου. Δεν είμαι ιστορικός. Ακόμα και να ήμουν, όλα τα σχετικά αρχεία, της Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας, του Ισραήλ ή των χωρών της Λατινικής Αμερικής, θα απαιτούσαν τη συνδρομή πολλών ερευνητών. Πιστεύω ότι με τη φόρμα που επέλεξα, φωτίζονται λεπτομέρειες που ειδάλλως θα υποτιμούσαμε. Για παράδειγμα, στη Λατινική Αμερική, ο Μένγκελε διατηρούσε δεσμό με μια γυναίκα από την Ουγγαρία. Δεν υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες σχετικά. Αντιμετώπισα λοιπόν το γεγονός σαν σκηνοθέτης: πάνω σε λίγες πληροφορίες, σχεδίασα όλες τις σκηνές. Κάπως έτσι, η αφήγηση έγινε πιο δυνατή από την ιστορία. Επίσης, τα πρώτα χρόνια στην Αργεντινή, ο Μένγκελε απολάμβανε αυτό που λέμε «ντόλτσε βίτα». Πολλοί αναγνώστες έχουν ανάμεικτα συναισθήματα ως προς αυτό. Είναι ελεύθεροι να νιώσουν ό,τι θέλουν. Αυτή είναι η δύναμη της λογοτεχνίας.

Κάπου γράφετε ότι «έτσι και τον είχαν συλλάβει οι Σοβιετικοί, θα τον είχαν εκτελέσει χωρίς να τον περάσουν από κανενός είδους δίκη». Ποιες άλλες υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για τη μοίρα του αν δεν είχε διαφύγει στη Λατινική Αμερική; Θα ήταν προτιμότερη λ.χ. μια δίκη στη Νυρεμβέργη ή η έκδοσή του στο Ισραήλ;

Στα τέλη της δεκαετίας του ’40, στη Σοβιετική Ενωση εκτελέστηκαν αρκετοί εγκληματίες πολέμου και πολιτικοί αντιφρονούντες. Θα μπορούσε λοιπόν να είχε εκτελεστεί κι ο Μένγκελε. Η έκδοση στο Ισραήλ δύσκολα θα μπορούσε να συμβεί. Δεν με ενδιέφεραν πάντως οι εναλλακτικές εκδοχές της ιστορίας. Νομίζω απλώς ότι αν συλλαμβανόταν στη Γερμανία, στις δεκαετίες του ’50 ή του ’60, θα πέρναγε καλύτερα. Ηταν μόνο ένας λοχαγός, θα μπορούσε λοιπόν να ισχυριστεί ότι εκτελούσε εντολές, επιχείρημα που ίσως και να έπιανε. Καταγόταν και από πλούσια οικογένεια, επομένως θα έβρισκε κι έναν καλό δικηγόρο. Πάνω από όλα, δεν θα βασανιζόταν από την αβεβαιότητα η οποία τον σκότωσε. Θα ήξερε ότι στη φυλακή είναι προστατευμένος.

Κάποια στιγμή συναντιέται και με τον Aντολφ Αϊχμαν. Οι δύο άνδρες δεν συμπαθιούνται. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες διαφορές τους;

Η μεταξύ τους διαμάχη είναι κοινωνική. Ο Μένγκελε προέρχεται από ευκατάστατη οικογένεια, είναι κάτοχος δύο διδακτορικών, έχει παντρευτεί μια γυναίκα με σπουδές στη Φλωρεντία, ενώ του αρέσει η κλασική μουσική και η λογοτεχνία. Είναι ένας μεγαλοαστός. Ο Αϊχμαν δεν πήγε στο πανεπιστήμιο, καλά καλά δεν τελείωσε το σχολείο. Η καριέρα του όμως στις τάξεις των Ναζί ήταν εντυπωσιακή. Είχε στενές επαφές με τον Χίτλερ και τον Χίμλερ, τη στιγμή που ο Μένγκελε παρέμεινε ένας απλός λοχαγός. Κι όλα αυτά, ο Αϊχμαν τα επισημαίνει στη συνάντησή τους. Μετά τη σύλληψή του πάντως αλλάζουν τα πράγματα και ο Μένγκελε βυθίζεται στην αγωνία. Ισως γιατί η δίκη του Αϊχμαν ήταν ένα σημείο καμπής για όλο τον κόσμο: πολλοί άνθρωποι συνειδητοποίησαν τότε ότι δεν επρόκειτο για έναν συνηθισμένο πόλεμο, αλλά για συντονισμένο, μαζικό αφανισμό.

Είναι ασφαλές να πούμε ότι η μετέπειτα ζωή και το τέλος του Μένγκελε λειτούργησαν σαν κάποιο είδος συμπαντικής δικαιοσύνης;

Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Είναι δύσκολο να γράφεις για έναν τέτοιο εγκληματία, να ξεκινάς τη μέρα σου μελετώντας τις πράξεις του. Υπάρχουν κι ωραιότερα πράγματα να ασχοληθεί κανείς. Η ζωή του όμως μπορεί να διαβαστεί και σαν μια βιβλική ιστορία. Διέφυγε, έζησε καλά στην αρχή, αισθανόμενος ότι είναι υπεράνθρωπος και ανέβηκε ψηλά, μέχρι που άρχισε να παρανοεί. Επομένως, από εκείνο το σημείο κι έπειτα, υπάρχει κάτι σαν συμπαντική δικαιοσύνη, με δεδομένο κιόλας ότι ήταν πολύ διαφορετικός από τους στρατιώτες των Ναζί. Ηταν ένας μεγαλοαστός. Στη διάρκεια των ερευνών μου έφτασα μέχρι το αγρόκτημα στη Σέρα Νέγκρα της Βραζιλίας όπου έμενε. Για έναν βαυαρό μπουρζουά όπως αυτός, η ζέστη, η υγρασία, τα τεράστια κουνούπια θα ήταν εφιάλτης.

Η ανατροφή του τού χάρισε σημαντικό πολιτισμικό κεφάλαιο και του ενέπνευσε αγάπη για τις τέχνες. Αγαθά δηλαδή που στη Δύση εκτιμώνται και ως αναχώματα για τον ρατσισμό και τον φασισμό. Μήπως να αναθεωρήσουμε;

Είναι ένα από τα πιο ενοχλητικά κομμάτια της ιστορίας του. Τα αγαθά του δυτικού πολιτισμού δεν τον εμπόδισαν να σκοτώσει. Κατά τη γνώμη μου, ο Μένγκελε είναι η ενσάρκωση των αυτοκτονικών τάσεων της Ευρώπης στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, του ζήλου της για καταστροφή. Μην ξεχνάμε ότι στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σκοτώθηκαν ογδόντα εκατομμύρια άνθρωποι. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε συμβεί τόσο σύντομα, τέτοια καταστροφή. Ο Μένγκελε ήταν η προσωποποίηση της αδιαφορίας για τη ζωή, της απουσίας ενσυναίσθησης, της ενόρμησης θανάτου. Αλλά και πολλοί ακόμα, νέοι άνθρωποι, είχαν συνηθίσει στη θέα εκατοντάδων πτωμάτων γύρω τους. Δεν μπορώ καν να φανταστώ πως θα ήταν.

Ωστόσο, ο στόχος του γενετικού «εξαγνισμού» της ανθρωπότητας και πριν από τον Μένγκελε επινοήθηκε και δεν έχει εγκαταλειφθεί εντελώς. Αρκεί να θυμηθούμε την ιστορία της Σάρα Μπάαρτμαν και άλλων αφρικανών ιθαγενών που εκτέθηκαν στο ευρωπαϊκό κοινό και μελετήθηκαν για «επιστημονικούς» σκοπούς ή τις προτροπές του Ρίτσαρντ Ντόκινς για προσέγγιση του ζητήματος από ηθική σκοπιά. Μήπως ο Μένγκελε είναι μέρος της ιστορίας μιας ολόκληρης ιδέας;

Απολύτως. Δεν ήταν τρελός. Ο κοινωνικός δαρβινισμός και η ευγονική ήταν ισχυρές θεωρίες στο τέλος του 19ου αιώνα. Αποτελούσαν μέρος μιας προσέγγισης που πίστευε στον διαχωρισμό των φυλών. Υπό αυτή την οπτική, η Βραζιλία ήταν καταδικασμένη στη φτώχεια λόγω επιμειξιών. Δεν γνωρίζω πάντως τι λέγεται σήμερα. Ο Μένγκελε επίσης, οι Ναζί γενικά, είχαν τον ρατσισμό και τη βιολογία στον πυρήνα της ιδεολογίας τους.

Τηρουμένων ένα σωρό αναλογιών, ποιοι είναι οι Μένγκελε του σήμερα;

Είμαστε γεμάτοι από Μένγκελε. Τι είναι ένας «Μένγκελε»; Κάποιος που ολισθαίνει εξαιρετικά εύκολα στο κακό, που αδιαφορεί ολοκληρωτικά για τη ζωή των άλλων. Ο αληθινός ήταν βέβαια ένας Ναζί και ήταν μοναδικός. Αλλά η διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων είναι πια μέρος της ανθρώπινης Ιστορίας. Οταν έγραφα το βιβλίο, είχα κοντά μου τον πίνακα του Ιερώνυμου Μπος «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων». Η ιδιοφυΐα του Μπος ήταν ότι σε ένα έργο αποτύπωσε την ανθρώπινη συνθήκη. Στη μέση απεικονίζεται η ζωή στη γη ως έχει, στα αριστερά ο παράδεισος και στα δεξιά η κόλαση. Σαν ένα πανόραμα της ανθρώπινης φύσης.

Η γοητεία

«Νομίζαμε ότι ο Μένγκελε ήταν υπερφυσικά κακός»

Γιατί πάντως η ιστορία του Μένγκελε γοητεύει μέχρι σήμερα, μέσα από ταινίες όπως το «Τα παιδιά από τη Βραζιλία» του Φράνκλιν Σάφνερ και τραγούδια σαν το «Angel of Death» των Slayer;

Μας γοητεύει και το κακό. Το 2001, μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη, ούτε που θυμάμαι πόσες φορές παρακολούθησα τα σχετικά βίντεο.

Νομίζω ότι οι τρομοκράτες το γνώριζαν αυτό. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 νομίζαμε ότι ο Μένγκελε ήταν υπερφυσικά κακός, ο ίδιος ο διάβολος. Δυστυχώς όμως ήταν σαν εμάς.

Τι φανερώνει το βραβείο Renaudot που έλαβε η «Εξαφάνιση του Γιόζεφ Μένγκελε», για τις ελπίδες και τους φόβους του κόσμου του πολιτισμού της Γαλλίας ή και της Ευρώπης;

Μάλλον το βραβείο έχει να κάνει με το ίδιο το βιβλίο. Ταυτόχρονα όμως αισθάνομαι ότι στην Ευρώπη, στη Δύση, οι άνθρωποι είναι πιο βίαιοι από πριν –και στη ζωή, αλλά και λ.χ. στα social media. Οσα συμβαίνουν σήμερα μπορεί κάποτε να μας φαίνονταν εφιάλτης.

Πλέον όμως έχουμε συνηθίσει. Η Ακροδεξιά ανεβαίνει στην Ευρώπη, πρόεδρος της Αμερικής είναι ο Τραμπ και το Ισλαμικό Κράτος σκοτώνει και καταστρέφει μνημεία σαν την Παλμύρα. Αν σας έλεγα κάτι τέτοια δέκα χρόνια πριν, θα με λέγατε τρελό.

Olivier Guez

Η εξαφάνιση του Γιόζεφ Μένγκελε

Εκδ. Κριτική, 2018, μτφ. Ευγενία Γραμματικοπούλου,

σελ. 312,Τιμή: 15 ευρώ