Ενα ζήτημα με τις παραστάσεις που ανεβαίνουν σε φυλακές με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους κρατουμένους είναι η ιδανική προσέγγισή τους: κρίνονται άραγε ισότιμα με τις υπόλοιπες και εκ του αποτελέσματος ή η περίσταση σηκώνει επιείκεια (ενίοτε άδικη); Αξίζει να σχολιάσεις ότι εδώ δεν υπάρχουν φουαγιέ με παλιές αφίσες και μοκέτες αλλά γκρίζοι διάδρομοι απολύτως ταιριαστοί με την κλαγγή των σιδερένιων πυλών τους ή κινδυνεύεις να ολισθήσεις σε μελοδραματισμούς; Αν πάλι αγνοήσεις ότι ετούτοι οι θεατράνθρωποι κυκλοφορούν με ηλεκτρονικό βραχιολάκι στο πόδι και χαιρετούν παλιούς γνώριμους με αγκαλιές σκληρές όσο και ο χρόνος που τους χώρισε, τότε μάλλον δεν βλέπεις πέρα από τη μύτη σου.

Κάτι τέτοια πάντως παρατηρούσε κανείς το περασμένο Σαββατοκύριακο στον Κορυδαλλό, λίγο πριν ξεκινήσει η παράσταση «Θάλαμος αρ. 6, 200 χρόνια μετά», βασισμένη στη νουβέλα του Αντον Τσέχοφ, την οποία παρουσίασαν διασκευασμένη, υπό την καθοδήγηση του σκηνοθέτη Στρατή Πανούριου, οι κρατούμενοι της θεατρικής ομάδας των φυλακών. Μερικοί δε σαν να αποδείκνυαν ότι η καλλιτεχνική συνθήκη μπορεί να ανθίσει ακόμα και εκτοπισμένη στο απώτατο όριο μιας οργανωμένης κοινωνίας. «Πρέπει να σας αφήσω», έλεγε μισοαστεία – μισοσοβαρά στους οικείους του ένας κρατούμενος και πρωταγωνιστής λίγο πριν σηκωθεί η αυλαία. «Πρέπει να ετοιμαστώ για τον ρόλο μου».

ΑΠΟ ΤΟ 2016. Το Θεατρικό Εργαστήρι του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού δημιουργήθηκε τον Νοέμβριο του 2016 με τη συνεργασία του Εθνικού Θεάτρου και της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής. Τον Ιούνιο του 2017 παρουσίασε την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ, δράση που πλαισιώθηκε και από το Μουσικό Εργαστήρι των φυλακών και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Πριν καλά καλά τελειώσει εκείνο το καλοκαίρι, η ομάδα καταπιάστηκε με το επόμενο εγχείρημά της: τον «Θάλαμο αρ. 6», μια ιστορία εγκλεισμού με πρωταγωνιστή έναν γιατρό αλαζόνα και αδιάφορο για τους νοσηλευόμενους της ψυχιατρικής πτέρυγας του νοσοκομείου που διευθύνει. Το κείμενο δεν είχε πολλούς διαλόγους· έπειτα λοιπόν από πολλή μελέτη, έρευνα και πρόβες, οι κρατούμενοι, με τη διδασκαλία του Πανούριου και τη συμβολή της κοινωνιολόγου Γιολάντας Κωνσταντινίδου, διασκεύασαν το κείμενο.

Και το αποτέλεσμα που λέγαμε; Από μια άποψη ήταν στοχευμένο: ο αφηγητής επισήμαινε σαρκαστικά ότι σε χώρους δράσης όπως αυτόν τίποτα το αξιοθαύμαστο δεν συμβαίνει. «Για τη φυλακή και για τον θάνατο κανείς δεν πρέπει να λέει μεγάλες κουβέντες», παρατηρούσε κατόπιν ο διαβασμένος κι ευφυής νοσηλευόμενος «Ιβάν», που έπασχε από σύνδρομο καταδίωξης. «Αν κάποιος θέλει να τρελαθεί, δεν πρέπει να τον εμποδίζουμε», υπογράμμιζε ο «Αντρέι Εφίμιτς», εκείνος ο εγωιστής γιατρός, λίγο πριν διαπιστώσει ότι «όταν η κοινωνία προστατεύει τον εαυτό της από άτομα που δύσκολα εντάσσονται σε αυτήν, είναι ανίκητη». Την επιθυμία για ζωή που διακατείχε τον παρανοϊκό Ιβάν ο γιατρός την υπονόμευε με τη βοήθεια της λογικής, ενώ εκείνον τον εμμονικό με τον στρατό και τα παράσημα «Ταξινόμοφ» (που έδινε τις απαραίτητες χιουμοριστικές νότες διαισθανόμενος ότι θα βραβευτεί με το μετάλλιο της Νίκης, αρκετό για μια θέση στο Γενικό Επιτελείο, όπου θα έπαιρνε κεφάλια), τον αντιμετώπιζε μάλλον συγκαταβατικά. «Το μόνο που μπορεί να φυλακιστεί είναι το φθαρτό σώμα· το πνεύμα λεύτερο, χαίρεται, λυπάται, αγαπά, μισεί, τραγουδάει, πετάει, πάει παντού», έλεγε στη διάρκεια της παράστασης ο φίλος του γιατρού «Μιχαήλ Αβεριάνιτς»· «αν σταματήσουμε να τον σκεφτόμαστε, ο πόνος παύει», απαντούσε εκείνος υπεροπτικά, προτού ακούσει από τον Ιβάν ότι «στον πόνο υποφέρω και στην προστυχιά αγανακτώ». Κάποια στιγμή ωστόσο οι ρόλοι θα αντιστρέφονταν και ο γιατρός, περιπλανώμενος σε έναν λαβύρινθο αβάσταχτης αυτογνωσίας, θα κλεινόταν ο ίδιος στον Θάλαμο αρ. 6, με εντολή αλλοτινού υφισταμένου του, φτάνοντας να γίνει κι ο ίδιος «ένα πολλοστημόριο του αναγκαίου κοινωνικού κακού». «Το έγκλημά μου ήταν ότι απέτυχα να γίνω αυτό που ήθελε ο πατέρας μου», είχε διαπιστώσει λίγο νωρίτερα εκείνος ο εμμονικός με τα παράσημα Ταξινόμοφ. «Κι όταν πέθανε από τη μελαγχολία του, όλοι με θεώρησαν υπεύθυνο. Το μίσος τους με έφερε εδώ. Τίποτε άλλο. Το μίσος τους».

ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ. Στα αλήθεια, ήταν όσο χρειαζόταν προφανές ότι η διασκευή τόνιζε εκείνα τα σημεία της τσεχοφικής νουβέλας που αφορούσαν τον εγκλεισμό. Ούτε αυστηρότητα λοιπόν χρειαζόταν εδώ, ούτε επιείκειες και μελοδραματισμοί. Ακόμα και αν απαντιόνταν εύκολα τα ερωτήματα για το εγχείρημα δεν είχαν να κάνουν μόνο με την καλλιτεχνική του έκβασή. Μερικά τα έθετε στο τέλος της παράστασης (κι αφού το χειροκρότημα και οι επευφημίες είχαν με δυσκολία κοπάσει) ο Νίκος, που έχοντας αποφυλακιστεί πριν από λίγες μόλις μέρες υποδυόταν τον Αβεριάνιτς: «Τι σημαίνει σωφρονισμός; Εδώ πάντως περνάει μέσα από την τέχνη και τον πολιτισμό» έλεγε στο κοινό. «Οταν στις πρώτες συναντήσεις της ομάδας ο σκηνοθέτης μας ρωτούσε «τι είναι ο χρόνος», σκεφτόμουν «τι μας λέει αυτός». Κι όμως, ενώ ο χρόνος είναι για εμάς ένα κλειδί που ανοίγει μια πόρτα κι ένα που την κλείνει, το ενδιάμεσο μπορεί να γεμίσει δημιουργικά. Οι άνθρωποι που γνώρισα εδώ με αγάπησαν, με στήριξαν, με βοήθησαν να ξαναβρώ τη χαμένη μου αυτοεκτίμηση. Αυτή είναι που χάνεις πρώτα».

Ο σκηνοθέτης και οι πρωταγωνιστές

«Δημιουργήσαμε ένα όνειρο»

«Δεν έχουν σπουδές θεατρικές, διαθέτουν όμως τέτοια εμπειρία ζωής, που τις αντικαθιστά», έλεγε λίγο αργότερα στα «ΝΕΑ» ο σκηνοθέτης Στρατής Πανούριος για τους ηθοποιούς του. «Αντιλαμβάνονταν περισσότερο τους χαρακτήρες του έργου κι έμαθα πολλά μαζί τους από τον τρόπο που διάβαζαν πίσω από τις γραμμές του κειμένου. Οταν ξεκινούσε το θεατρικό εργαστήρι πριν από δύο χρόνια δεν ήξερα πού θα φτάσουμε. Δημιουργήσαμε όμως ένα όνειρο, με μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη στον εσωτερικό κόσμο των συμμετεχόντων». Ενας από αυτούς, ο 47χρονος Χρήστος (έγκλειστος γιατί «ας όψεται…»), εντόπιζε το ομορφότερο κομμάτι του εγχειρήματος στον χρόνο επί σκηνής. Από τους μήνες της προετοιμασίας κρατούσε το δέσιμο της ομάδας: «Τίποτα δεν γίνεται χωρίς συνεργασία κι ο Κορυδαλλός είναι, για όποιον θέλει, ένα οικοτροφείο γνώσεων», έλεγε. Ο 39χρονος συμπρωταγωνιστής του Σταύρος, που βρισκόταν μέσα για ληστείες τραπεζών, συμφωνούσε ότι οι καλύτερες στιγμές ήταν εκείνες της παράστασης. Για εκείνον, το μεγαλύτερο μάθημα από όλη τη διαδικασία ήταν ότι «δεν πρέπει να αποκόβεσαι από όσα πράγματα είναι για σένα σημαντικά». Τι ήταν σημαντικό για εκείνον; Το θέατρο: πριν φυλακιστεί έγραφε έργα, ένα εκ των οποίων, «μια κωμωδία για τη φιλία», κατατέθηκε και στο Εθνικό, από όπου αναμένεται απάντηση. Ωραία όλα αυτά, όμως στο τέλος της ημέρας θα επιστρέψει στο κελί του, σωστά; «Αυτό άσ’ το. Είναι σαν να ξαναμπαίνεις φυλακή».