Δεν είναι πάνω από εφτά – οχτώ οι εμβληματικές φωτογραφίες που φτάνουν για να εικονογραφήσουν την ιστορία της Ελλάδας τον 20ό αιώνα. Πηγαίνοντας από τις πιο πρόσφατες στις παλαιότερες, θα έβαζα, σε ένα υποτιθέμενο προσωπικό μου άλμπουμ, μια φωτογραφία από τη Μεταπολίτευση –ίσως αυτή του δαφνοστεφανωμένου Γιάννη Χαραλαμπόπουλου καθώς γυρίζει από την εξορία. Το τανκς στο Πολυτεχνείο. Οπωσδήποτε αυτή του Παναγούλη μόλις τον έχουν συλλάβει, με το μαγιό και μικρόσωμος ανάμεσα στους δύο σωματώδεις αστυνομικούς. Την περίφημη φωτογραφία της Βάρκιζας. (Ή μήπως αυτή με τους πρώτους νεκρούς των Δεκεμβριανών;). Ενα αποσκελετωμένο παιδί της Κατοχής. Και φτάνουμε στη Μικρασιατική Καταστροφή. Τι θα διάλεγα από τότε; Την προκυμαία της Σμύρνης με φόντο τη μεγάλη πυρκαγιά; Τις υπερχειλίζουσες βάρκες; Ή μήπως τις φωτογραφίες από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά που είχε διατεθεί για κατάλυμα των προσφύγων και τα θεωρεία είχαν γίνει «σπιτάκια», ένα για κάθε οικογένεια; Το φωτογραφικό ημερολόγιο του Δημοσθένη Κυρμιζάκι θα κάνει αυτήν την επιλογή πιο δύσκολη.

Ωστόσο, πέραν του στερεότυπου «μία φωτογραφία, χίλιες λέξεις», υπάρχουν κάποια αποσπάσματα λόγου που είναι σαν φωτογραφίες. Και λέξη με τη λέξη κορυφώνουν το συναίσθημα –δεν χρειάζεται να το «κλέψουν». Ετσι, εδώ και λίγα χρόνια, όταν γίνεται λόγος για τον πόλεμο στη Μικρασία, ανατρέχω στο «Γκιακ» τη συλλογή διηγημάτων του 35χρονου σήμερα Δημοσθένη Παπαμάρκου. Ολα με ήρωες αρβανίτες στρατιώτες εκείνου του πολέμου. Και ιδιαίτερα στο «Νόκερ», την ιστορία του Αργύρη που δέκα χρόνια στρατιώτης μόνο να σκοτώνει έχει μάθει, γι’ αυτό και μεταναστεύει στο Σικάγο και πιάνει δουλειά στα σφαγεία. Λέει κάπου: «Πόσους είχα σκοτώσει, πώς είναι αλλιώς με την ξιφολόγχη, αλλιώς με το μαχαίρι, αλλιώς ο λαιμός του άνδρα κι αλλιώς του παιδιού, πώς ουρλιάζανε οι Βουλγάρες και πώς οι Τουρκάλες, πώς κλωτσάει ο κρεμασμένος και πώς ο σφαγμένος, πώς ακόμα και τα μωρά τα μικρά που δεν καταλαβαίνουν κλιαίνε άμα μυρίσουν το αίμα». Λίγες λέξεις πολλές «φωτογραφίες».