Ο Ιψεν έλεγε πως ο σταθερός άνθρωπος μοιάζει με αναμμένη λαμπάδα που, αν τη γυρίσεις, η φλόγα της θα στραφεί προς τα πάνω, καίγοντάς την ολοσχερώς. Λίγες ώρες πριν από τη σημαντικότερη δουλειά της καριέρας του, ένας φημισμένος για την ακεραιότητά του πολιτικός μηχανικός, και πατέρας δυο παιδιών, μπαίνει στο αυτοκίνητό του εγκαταλείποντας τους πάντες και, στη διαδρομή, πρέπει να εξηγήσει στον καθένα γιατί πρέπει να φύγει μέσω μιας σειράς τηλεφωνημάτων που θα αλλάξουν τη ζωή του μια για πάντα. Το «Locke» του Στίβεν Νάιτ διαρκεί μιάμιση ώρα, διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου σ’ ένα αυτοκίνητο, και είναι ταυτόχρονα ταινία δρόμου, θρίλερ και δράμα χαρακτήρων. Είμαι βέβαιος πως η περιγραφή και μόνο της πλοκής σας έχει «γραπώσει». Οπότε το ζήτημα είναι το εξής. Είναι τόσο ενδιαφέρον όσο ακούγεται;

Δεν θέλω να αποκαλύψω περισσότερες λεπτομέρειες: η μισή ψυχαγωγική αξία του φιλμ έγκειται στο ξεδίπλωμα της πλοκής μέσω αυτής της συνεχούς ροής των τηλεφωνημάτων. Και η άλλη μισή προκύπτει από την παρακολούθηση αυτού του ανθρώπου: ευτυχώς, ο Νάιτ δείχνει να γνωρίζει καλά πως οι αμυχές της πλοκής από μόνες τους δεν έχουν το παραμικρό δραματουργικό βάρος όταν περιστρέφονται γύρω από έναν αδιάφορο χαρακτήρα. Και ο ήρωας που ενσαρκώνει ο Τομ Χάρντι είναι ένα μοναδικό χαρμάνι ηθικής υποχρέωσης και προπατορικής ενοχής που χτίζεται ενώπιόν μας, κομμάτι –κομμάτι, με τη βοήθεια διαλόγων τόσο καλογραμμένων που λειτουργούν ταυτόχρονα στο πιο απλό και το πιο σύνθετο επίπεδο.

Οι δε φιλοσοφικές ρήσεις του ήρωα (που δείχνει να έχει μια βαθύτερη κατανόηση για το τσιμέντο απ’ ό,τι για τους ανθρώπους) παραθέτουν από μόνες τους τα κίνητρα για τη φαινομενικά παράλογη συμπεριφορά του. Το «Locke» είναι βλέπετε και μια ταινία για μια έννοια που έχει κάπως ατονήσει στις μέρες των ίσων αποστάσεων και των genre politics, μια ταινία για τη μπέσα, λέξη που, δυστυχώς για τους ακόλουθους του buzzfeed, δεν μεταφράζεται στα αγγλικά. Στολισμένο με μια νυχτερινή φωτογραφία που είναι χάρμα οφθαλμών, και εξόχως χρονομετρημένο, το «Σε λάθος χρόνο» (κάπως άστοχος ο ελληνικός τίτλος) είναι, παρά το μινιμαλιστικό του στήσιμο, καθαρό σινεμά –και μόνο στο σινεμά θα μπορούσε να δουλέψει κάτι τέτοιο, παρά τα όσα εξωφρενικά που ακούσαμε τότε περί «θεατρικότητάς» του. Κάθε τι που συνιστά ένα φιλμικό οικοδόμημα (μοντάζ, κινηματογράφηση, εσωτερικότητα) υπάρχει, και είναι μοναδικά δουλεμένο, έστω κι αν αναπόφευκτα το φιλμ χαλαρώνει σκοπίμως μετά το δυναμικό του πρώτο μισό. Υπάρχει πάντα ο Χάρντι. Για να μας θυμίζει πως είμαστε υπεύθυνοι όχι μόνο γι’ αυτά που κάνουμε, αλλά και γι’ αυτά που παραλείψαμε.