Σπανίως οι συνεδριάσεις στην ολλανδική Βουλή διαρκούν μέχρι τις πρωινές ώρες. Ομως, η πρόταση μομφής που κατέθεσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατά του πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε, όταν αποκαλύφθηκε ότι θεσμοθέτησε αμφιλεγόμενες φοροαπαλλαγές, επιβαρύνοντας με 1,4 δισ. ευρώ ετησίως τον κρατικό προϋπολογισμό προς όφελος πολυεθνικών, οδήγησε σε μια θυελλώδη συνεδρίαση, η οποία ολοκληρώθηκε τις πρωινές ώρες της Πέμπτης.

Το κλίμα ήταν εκρηκτικό και θύμισε τους υψηλούς τόνους που είχαν κυριαρχήσει πριν από περίπου τρία χρόνια όταν ο Ρούτε αντιμετώπισε και πάλι πρόταση μομφής. Την είχε καταθέσει ο ακροδεξιός Χέερτ Βίλντερς με αφορμή την ψηφοφορία για το τρίτο πρόγραμμα βοήθειας προς την Ελλάδα. Τότε ο Ρούτε είχε υποσχεθεί ότι μετά το δεύτερο πρόγραμμα προς την Ελλάδα η Ολλανδία δεν θα έδινε ούτε ένα ευρώ για νέα στήριξη. Ηταν μια υπόσχεση που δεν τηρήθηκε.

Αυτή τη φορά ο φιλελεύθερος Ρούτε βρέθηκε σε εξαιρετικά δεινή θέση, καθώς εκλήθη από τη Βουλή να εξηγήσει πώς έλαβε την απόφαση να καταργήσει τον φόρο επί των εταιρικών μερισμάτων, μετά ιδίως τη δημοσίευση εμπιστευτικών εκθέσεων –την ύπαρξη των οποίων ο ίδιος σχεδόν απέκρυψε –που περιγράφουν σχετικές επαφές της κυβέρνησης με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Unilever Πολ Πόλμαν και λομπίστες της Shell. Στις εκθέσεις, μάλιστα, γίνεται αναφορά σε πέντε εταιρείες, τις Unilever, Shell, Akzo Nobel, ASML, Philips, οι οποίες φαίνεται να κρύβονται πίσω, αλλά και να κερδίζουν τα μέγιστα από τις φοροαπαλλαγές.

«Αυτό είναι το άσχημο πρόσωπο της πολιτικής» είπε σε οργισμένο τόνο ο επικεφαλής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Πράσινη Αριστερά (GroenLinks) Γέσε Κλάβερ λίγο μετά την έναρξη της συζήτησης στη Βουλή. «Ο ισχυρισμός ότι δεν το γνωρίζαμε και δεν το διαβάσαμε δεν ευσταθεί» συνέχισε ο Κλάβερ.

Αρχικά ο Ρούτε είχε δηλώσει ότι δεν «γνώριζε ή δεν θυμόταν την ύπαρξη τέτοιων εκθέσεων». Αργότερα δήλωσε ότι ήταν εμπιστευτικές. Οι επίμαχες εκθέσεις όμως, τις οποίες δεν «θυμόταν» ο Ρούτε, είχαν βρεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τη συγκρότηση του κυβερνητικού συνασπισμού, και μάλιστα για αρκετό διάστημα. Τελικά, οι εκθέσεις, 12 συνολικά, έκτασης 50 σελίδων, κατατέθηκαν στη Βουλή την Τρίτη το βράδυ, αφού προηγήθηκαν δημοσιογραφικά αιτήματα με βάση τον νόμο περί κυβερνητικής διαφάνειας.

Σε ένα από τα έγγραφα, τα memo, όπως αναφέρονται, αποτυπώνεται η αρνητική αρχική εισήγηση ειδικών του υπουργείου Οικονομικών, οι οποίοι απέρριπταν τον θετικό αντίκτυπο της κατάργησης του φόρου 15% επί των μερισμάτων. Ομως η γνωμοδότησή τους άλλαξε σταδιακά σε θετική εισήγηση υπό την επιρροή του τότε υφυπουργού Οικονομικών Ερικ Βίμπες. Σε ένα άλλο από τα 12 memo γίνεται αναφορά σε στοιχεία που είχε δώσει η ένωση εργοδοτών της Ολλανδίας, όπου υποστηρίζεται ότι οι πολυεθνικές απασχολούν στη χώρα γύρω στα 2 εκατ. εργαζομένους, 40% του εργατικού δυναμικού. Πρόκειται για ισχυρισμούς που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια συζητήσεων στη Βουλή από τον Ρούτε, χωρίς να διασταυρωθούν. Διότι σε άλλο memo αναφέρεται ότι οι Unilever, Shell και Philips απασχολούν στην Ολλανδία συνολικά κάπου 25.000 άτομα.

Ποιοι είναι οι λόγοι που οδήγησαν, όμως, σε μια τέτοια απόφαση και σε παραλίγο πολιτική κρίση στην Ολλανδία; Πρώτον, το Brexit έχει παίξει σημαντικό ρόλο, καθώς οι Ολλανδοί φοβούνται ότι αρκετές εταιρείες θα μετεγκατασταθούν από τη χώρα τους στη Βρετανία, σε περίπτωση που το Λονδίνο, εκτός ΕΕ, μειώσει την εταιρική φορολογία. Δεύτερον, οι απόπειρες επιθετικών εξαγορών πέρυσι κατά της Unilever και της Akzo Nobel, δύο ολλανδικών πολυεθνικών. Τρίτον, η απειλή από τη Unilever και τη Shell ότι θα εγκαταλείψουν την Ολλανδία και θα μεταφερθούν στη Βρετανία. Η συνάντηση του Πόλμαν με τον Βίμπες ήταν γύρω από τον φόρο μερίσματος και την πιθανότητα μετεγκατάστασης της Unilever από το Ρότερνταμ στο Λονδίνο. Πρόσφατα η εταιρεία ανακοίνωσε διθυραμβικά ότι παραμένει στην Ολλανδία και μεταφέρει, μάλιστα, την ετέρα έδρα της από το Λονδίνο στο Ρότερνταμ.

Τις πρωινές ώρες της Πέμπτης ο Ρούτε κατάφερε να επιζήσει της πρότασης μομφής. Ωστόσο, η κυβέρνηση και ο ίδιος δέχτηκαν ισχυρό πλήγμα. «Το θέμα δεν είναι πια οι εκθέσεις, αλλά το αν μπορεί κανείς να εμπιστευθεί τον Μαρκ Ρούτε ως πρωθυπουργό» δήλωσε ο Κλάβερ.