Το 2012, τα πανεπιστήμια έβραζαν. Οι αντιμνημονιακές δυνάμεις που αμφισβητούσαν ριζικά την ταυτότητα της χώρας και ολόκληρη τη Μεταπολίτευση ανέβαιναν εντυπωσιακά και όποιος δεν συμμεριζόταν και δεν υποστήριζε, ή έστω δεν ανεχόταν, αυτή την αλλαγή ήταν γερμανοτσολιάς, μερκελιστής, προσκυνημένος των δανειστών. Στο κλίμα αυτό, οι καταλήψεις σχολών ήταν σύνηθες φαινόμενο, και αποδεκτό. Είτε φοιτητής είτε καθηγητής, και να ήθελες να κάνεις μάθημα δεν μπορούσες. Εκτός κι αν ήσουν καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σε έλεγαν Σταύρο Τσακυράκη. Ή φοιτητής του.

Ηταν καλοκαίρι, η Ελλάδα έβγαινε από δύο εκλογικές περιόδους, φλέρταρε ακόμα μια φορά με την αβεβαιότητα, το ακαδημαϊκό έτος είχε παραταθεί για να μη χαθεί η χρονιά και, στο Ζάππειο, κάτω από τον γαλάζιο ουρανό, δεκάδες νέες και νέοι άκουγαν τους καθηγητές τους, τον Τσακυράκη και τον συνάδελφό του Φίλιππο Σπυρόπουλο, και συζητούσαν μαζί τους για ελευθερίες και ατομικά δικαιώματα, για την Πολιτεία του Πλάτωνος και για τις αντιλήψεις του Τζον Στιούαρτ Μιλ περί ελευθερίας του ατόμου κόντρα στον κρατικό έλεγχο, για τη θεωρία της Δικαιοσύνης του Τζον Ρολς και τον φιλελευθερισμό του Ρόναλντ Ντουόρκιν. Η φωτογραφία ενός από εκείνα τα μαθήματα δεσπόζει στον facebookλογαριασμό του, ως παράδειγμα των εναλλακτικών δυνατοτήτων που έχει ο δάσκαλος όταν γι’ αυτόν προέχουν η γνώση και η ελευθερία.

Εξι χρόνια μετά, ο Σταύρος Τσακυράκης, συγκινημένος, θα παρέδιδε το τελευταίο μάθημα στους φοιτητές του –συνέβη τις προάλλες, στην αίθουσα Σαριπόλων, κι ήρθαν για να τον ακούσουν και συνάδελφοί του και φίλοι του. Ο καθηγητής αφυπηρετεί, έρχεται η ώρα της συνταξιοδότησης –κι αυτό φέρνει πάντα μια μελαγχολία. Αλλά και μια ικανοποίηση: είναι περήφανος για τις φοιτήτριες και τους φοιτητές που καθοδήγησε και, σήμερα, συνεχίζουν τις σπουδές τους, κάνουν ακαδημαϊκή πορεία σε ολόκληρο τον κόσμο ή στελεχώνουν δομές της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα ή στα ευρωπαϊκά δικαστήρια.

Ο καθηγητής Τσακυράκης είναι από τα πρόσωπα που η ζωή και η δουλειά τους σχεδόν ταυτίζονται –το πάθος του για τις ελευθερίες, και ιδίως για την προάσπιση της ελευθερίας του λόγου, δεν τον άφησε να υποστεί την αλλοτρίωση της εργασίας, όπως την περιγράφει ο πρώιμος Μαρξ. Χρειάστηκε, ωστόσο, συχνά να συγκρουστεί με πολλές από τις κυρίαρχες πολιτικές αντιλήψεις στην Ελλάδα, συχνά με επίμονη αρθρογραφία.

Κατά καιρούς, αντιστρατεύτηκε τη βουλευτική ασυλία και εκτός της εκτέλεσης κοινοβουλευτικών καθηκόντων. Με επιτυχία υπεράσπισε, συχνά δωρεάν, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υποθέσεις καταδικασθέντων τελεσίδικα στην Ελλάδα για υποθέσεις ελευθερίας του λόγου. Βρέθηκε απέναντι σε αιτήματα του δικαστικού κλάδου που τα θεωρούσε συντεχνιακά: «Από πού κι ώς πού όλοι οι αγώνες είναι δίκαιοι;», αναρωτιέται ήδη από τον τίτλο στο τελευταίο βιβλίο του, μια συζήτηση με τον Απόστολο Δοξιάδη. Ο λόγος του εναντιώνεται συστηματικά στην ανομία. Και ήταν ο πρώτος έλληνας διανοούμενος που έγραψε θαρρετά τη γνώμη του ότι τα Μνημόνια ήταν αναπόφευκτα αν, μετά τη χρεοκοπία, επιθυμούσε η ελληνική κοινωνία να σωθεί η Ελλάδα. Στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, δημοσίευσε στα «ΝΕΑ» άρθρο με τίτλο «Ζήτω το Μνημόνιο». Το σημείωμα εκείνο τελείωνε με το εξής αυτονόητο: «Ανάπτυξη δεν θα υπάρξει αν δεν κατορθώσουμε να νοικοκυρευτούμε, και αυτό δεν πρόκειται να γίνει από τη µια μέρα στην άλλη χωρίς µόχθο και σκληρή εργασία».

Ο Τσακυράκης, επίσης, συγκρούστηκε με την πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου, η οποία τον μήνυσε, επειδή την επέκρινε διότι έστειλε στους ευρωπαίους συναδέλφους της κείμενο με πολιτικές κρίσεις για τα Μνημόνια: είναι αδιανόητο, τόνισε ο Τσακυράκης, ότι «ανώτατος δικαστικός λειτουργός μιλά ως πολιτικάντης».

Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι πολλά πράγματα μαζί. Δάσκαλος, εξαιρετικός νομικός, παρεμβατικός πολίτης. Φιλελεύθερος αριστερός, λίμπεραλ. Γεννήθηκε στον Μόλυβο της Μυτιλήνης και είχε την τύχη να βρεθεί οικότροφος στο Κολλέγιο Αθηνών, να πάρει δηλαδή γερές βάσεις από ένα σχολείο με σπουδαίους καθηγητές. Στο Κολλέγιο πολιτικοποιήθηκε από νωρίς. Στη δικτατορία οργανώθηκε στη δημοκρατική Αριστερά. Το καλοκαίρι του 1973 συνελήφθη για τη δράση του, βασανίστηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και στρατεύθηκε βιαίως. Αλλά λίγο μετά, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ήταν ενεργά παρών, καθοδηγητικό στέλεχος του Ρήγα Φεραίου. Τελείωσε τη Νομική, το 1976 έφυγε στην Ιταλία όπου σπούδασε φιλοσοφία του δικαίου και, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, προσελήφθη από τον Αριστόβουλο Μάνεση ως επιστημονικός συνεργάτης του. Η ακαδημαϊκή του διαδρομή είχε μόλις αρχίσει. Και ήταν στο χέρι του να την κάνει όσο πιο γόνιμη μπορούσε. Κατ’ αρχάς, με διάβασμα. Βιβλία του επιστημονικού αντικειμένου του, αλλά και λογοτεχνία. Παρακολουθώντας τέχνες –μουσική, κινηματογράφο, θέατρο… Συνέχισε με σπουδές στη Γαλλία, όπου εκπόνησε και το διδακτορικό του με θέμα τη φιλελεύθερη σκέψη στον Χομπς και στον Τζον Λοκ. Κι είχε την τύχη, σύντομα, να βρεθεί στο Χάρβαρντ, όπου γνώρισε και μελέτησε τρία από τα πνευματικά είδωλά του: τον προσιτό, μειλίχιο, σεμνό, αφιερωμένο στους φοιτητές του Τζον Ρολς, τον κομψό και ανυπέρβλητο ρήτορα Ρόναλντ Ντουόρκιν (τον οποίο ο Μπους αποκαλούσε: τον πιο επικίνδυνο άνθρωπο της Αμερικής) και τον μεθοδικό δάσκαλο του συνταγματικού δικαίου Λόρενς Τράιμπ. Εμπνευσμένος από τη φιλελεύθερη νομοθεσία των ΗΠΑ, έγραψε την «Ελευθερία του λόγου στις ΗΠΑ». Γιατί αυτή η έμφαση στην ελευθερία του λόγου; «Επειδή χωρίς ελευθερία του λόγου δεν υπάρχει δημοκρατία και, επίσης, χωρίς ελευθερία του λόγου δεν υπάρχει ατομική ολοκλήρωση».