Ο χορός είναι έκφραση, μπορεί όμως να γίνει και στοχασμός; Δεν ξέρω αν η απορία μου γίνεται αντιληπτή, εμένα όμως με βασανίζει καιρό. Πώς δηλαδή ο χορός μπορεί, εκτός από μέσο έκφρασης αφηρημένων ή πολύ γενικών συναισθημάτων (μοναξιά, αγάπη, χαρά, στενοχώρια), να στοχαστεί πάνω στην ίδια του τη δράση. Γιατί ο χορός είναι μια τέχνη που, στα μάτια του θεατή, έρχεται δίχως διαμεσολαβητή. Στο σινεμά, φυσικά, υπάρχει η διαμεσολάβηση της κάμερας, αφήστε δε που ο ηθοποιός είναι μονάχα ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιεί ο δημιουργός για να μας μιλήσει (σκηνικά, φωτισμοί, μοντάζ, ντεκουπάζ, μουσική κ.ο.κ.) –ακόμα και στο θέατρο υπάρχει το κείμενο: ο θεατής δεν ξεχνά ποτέ πως ο ηθοποιός επί σκηνής έχει ένα κείμενο να υπηρετήσει, που πολλές φορές είναι και κλασικό. Στον χορό, όμως, η δράση φτάνει στον θεατή πριν από την ιδέα, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει διαμεσολαβητής (ο χορογράφος έχει κάνει τη δουλειά, αλλά στον θεατή αυτό περνά, ατυχώς, σε δεύτερη μοίρα, μιας και έχει ένα ολόκληρο σώμα να αντιμετωπίσει), και έτσι, λίγα πράγματα μπορούν να περάσουν πίσω από αυτήν, εκτός κι αν είναι, όπως είπαμε, γενικά και αφηρημένα.

Οχι στον χορό της Πίνα Μπάους. Η ταινία του Βιμ Βέντερς εν έτει 2011 (που όσο χάλια τα πάει στη μυθοπλασία τόσο όμορφα ντοκιμαντέρ μάς παραδίδει) με οδήγησε σε ένα άλλο επίπεδο αντίληψης πάνω στο αντικείμενο. Είναι ένα απρόσμενο δώρο για τον ενημερωμένο αλλά και για τον… όχι και τόσο ενημερωμένο θεατή που μέσα από το φιλμ ανακαλύπτει την αληθινή μαγεία που κρύβεται πίσω από τους ζογκλερισμούς των σωμάτων που εκτελούν, εδώ, χορογραφίες της Μπάους, ενίοτε μπροστά από έναν καθαρά αστικό καμβά –ένα ιδιοφυές εύρημα! Γιατί μέσα από αυτό ακριβώς το εύρημα η ουσία μένει καθαρή και αναλλοίωτη, καθώς όλα τα props της σκηνής έχουν αφαιρεθεί, μόνο και μόνο για να επαναφέρουν το σώμα στην κανονική του θέση και να υπογραμμίσουν πως, τελικά, όχι, δεν μπορεί να είναι αυτή η κανονική μας θέση, δεν μπορεί το σώμα μας να ζει τόσα χρόνια υποταγμένο κι εμείς να μην το ακούμε, να μην το αφουγκραζόμαστε, να το κρατάμε ναρκωμένο, και με αυτό κι εμάς μαζί.

Μέσα από τις συνεντεύξεις των χορευτών της, ο Βέντερς στήνει δραματουργία. Δεν κάνει ανούσιες ερωτήσεις τεχνικού περιεχομένου (δεν είμαστε άλλωστε όλοι… χορευτές), αλλά ζητά να ανακαλύψει τον άνθρωπο πίσω από τον καλλιτέχνη που ένωσε το θέατρο με τον χορό, προκαλώντας την οργή των συναδέλφων, για να οδηγήσει την τέχνη της πέρα από τα όρια του εφικτού.

Η Μπάους έστησε, μέσα στο τερέν του χορού (το οποίο φιλμογραφείται σε ουσιαστικό 3D), μια διαλεκτική. Αφαίρεσε το μονοσήμαντο από τη δράση. Αυτό μαθαίνουμε για την τεχνική της, και αυτό μονάχα αρκεί –αλλά το μαθαίνουμε και μέσα από τις χορογραφίες της και, κυρίως, μέσα από τα βλέμματα των χορευτών της, που χρόνια μετά αναλαμβάνουν να δώσουν ζωή στις κινήσεις εκείνες που έδωσαν ζωή και στους ίδιους, έτσι όπως τους άγγιξε η χάρη μιας καλλιτέχνιδας που έφυγε νωρίς. Ενας λόγος παραπάνω για να της αξίζει μια τόσο όμορφη ταινία σαν κι αυτή.

Σκηνοθεσία, σενάριο: Βιμ Βέντερς

Διεύθυνση φωτογραφίας: Ελέν Λουβάρ, Γιοργκ Βίντμερ

Μουσική: Thom

Διάρκεια: 110’