«Κυρία Χάιντ»: Σχεδόν όλες οι μεγάλες επιτυχίες του φανταστικού είχαν τις δικές τους μεταμοντέρνες εκδοχές στη μεγάλη οθόνη. Από την αρχή του κινηματογράφου μέχρι σήμερα, δράκουλες και λυκάνθρωποι σε όλες τους τις εκδοχές έχουν μεταγράψει, σε φιλμ, το στίγμα της εποχής τους: διαφορετικά δάγκωνε ο Μπέλα Λουγκόζι το ’30, διαφορετικά (και πιο λάγνα, ερωτικά) ο Κρίστοφερ Λι τη δεκαετία του ’60, αιματηρά και χαιρέκακα ο Γκάρι Ολντμαν στον «Δράκουλα» του Κόπολα τη δεκαετία του ’90. Ετσι και με τον δρα Τζέκιλ που μεταμορφωνόταν σε κύριο Χάιντ στη περίφημη νουβέλα του Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον –κι αν κάποιοι από εσάς θυμόσαστε τον Σπένσερ Τρέισι στη «κλασική» μεταφορά του ’40, εγώ θα σας παραπέμψω στον Τζέρι Λιούις του «Δάσκαλος για κλάματα». Εκεί, ο Τζούλιους Κελπ, ένας γκαφατζής και ασχημούλης καθηγητής παρασκευάζει ένα απίθανο φίλτρο που τον μεταμορφώνει σε ακατανίκητο γόη.

Καθηγήτρια ενσαρκώνει και εδώ η Ιζαμπέλ Ιπέρ, στο θηλυκό αντίστοιχο του Χάιντ και δεν είναι διόλου παράξενο που ένας γάλλος σκηνοθέτης επέλεξε να προσεγγίσει τον Στίβενσον μέσω… Τζέρι Λιούις (οι γάλλοι κινηματογραφιστές τον λατρεύουν –δικαίως!). Οπως είναι προφανές, η κυρία Τζέκιλ έχει τα δικά της μειονεκτήματα. Είναι μια ντροπαλή δασκάλα που περνάει δύσκολα εξαιτίας των συναδέλφων της, αλλά και των μαθητών της. Παράλληλα επίκειται και μια επιθεώρηση από την οποία θα κριθεί το μέλλον της στο σχολείο. Μέχρι που, μια νύχτα που βρέχει καταρρακτωδώς, και καθώς εκείνη πραγματοποιεί ένα πείραμα στο εργαστήριό της, ένας κεραυνός τη χτυπάει και πέφτει αναίσθητη. Οταν συνέρχεται, όλα έχουν αλλάξει. Δεν είναι πια μια διστακτική εκπαιδευτικός, αλλά μια πρωτοποριακή επαγγελματίας που, χάρη στις εφευρετικές μεθόδους της, εξάπτει τη φαντασία των μαθητών της. Ομως τα βράδια, το κορμί της μετατρέπεται σε μια φλογερή μάζα εκδίκησης που στέλνει… στον αγύριστο τους νταήδες του σχολείου. Και στο βλέμμα της, την τυραννάει η ίδια, σιωπηλή μα τόσο αισθητή μελαγχολία.

Δε ξέρω πώς σας ακούγονται όλα αυτά, οφείλω όμως να σας προειδοποιήσω πως η ταινία δεν διαθέτει ούτε κωμικό, ούτε αγωνιώδη τόνο. Διακρίνεται σαφέστατα μια φλέβα χιούμορ που μοιάζει να προέρχεται από τη γαλλική σχολή του κόμικ (ο ξεκαρδιστικός Ρομέν Ντουρί με τα παρδαλά κοστούμια του μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από την πένα του Λοζιέ), υπάρχει όμως μια διάχυτη μελαγχολία και μια αποστασιοποίηση από το δράμα, κοινός τόπος στις ταινίες του Σερζ Μποζόν, σκηνοθέτης άγνωστος στην Ελλάδα αλλά ιδιαίτερος και με προσωπικό ύφος. Και αυτό που τελικά προκύπτει είναι ένα παράξενο υβρίδιο: μια ταινία που από τη μια λειτουργεί ως κριτική στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, και από την άλλη παίζει έντεχνα με το φανταστικό, θέτοντας ερωτήματα δίχως να περιμένει απαντήσεις.

Βαθμοί: 7

«Καυτά» θέματα

«Η προσβολή»: Στη σημερινή Βηρυτό, μια προσβολή που ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, οδηγεί τον Τόνι, έναν χριστιανό Λιβανέζο, και τον Γιάσερ, έναν παλαιστίνιο πρόσφυγα, να λύσουν τις διαφορές τους στο δικαστήριο. Σε επίπεδο δραματουργίας αυτό παραπέμπει στο φαινόμενο της χιονοστιβάδας: ένα ασήμαντο γεγονός προκαλεί ένα σημαντικότερο, και αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων που προκαλεί το χάος. Οπως αντιλαμβάνεστε, η προκύπτουσα δίκη εδώ, διχάζει την κοινωνία του Λιβάνου, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης βάζουν φωτιά στην ήδη τεταμένη κατάσταση, και ο σκηνοθέτης Ζιάντ Ντουερί εστιάζει στους χαρακτήρες προσπαθώντας ίσως να αποφύγει έναν κάποιο διδακτισμό. Κακά τα ψέματα, δύσκολα το αποφεύγεις αυτό όταν καταπιάνεσαι με τέτοια θέματα, μερικές φορές όμως οι προθέσεις σώζουν το αποτέλεσμα. Οχι τυχαία, ο Κάμελ ελ Μπάσα έφυγε με βραβείο α’ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του εδώ.

Βαθμοί: 6

Αφλογη δεξιοτεχνία

«Συνωμοσία»: Και μόνο που βλέπεις το όνομα του παλαίμαχου Μάικλ Απτεντ (σκηνοθέτη του «Εγκλημα στο Γκόρκι Παρκ» μεταξύ άλλων), περιμένεις αν όχι κάτι αντάξιο του παρελθόντος του, σίγουρα κάτι που θα σου υπενθυμίζει μια κινηματογραφική γραφή πιο καθαρή, οπωσδήποτε απαλλαγμένη από εκείνους τους κούφιους εντυπωσιασμούς στους οποίους καταφεύγουν συχνά οι μάγοι των ψηφιακών ειδικών εφέ κατ’ εντολή φυσικά των μεγάλων στούντιο που πλέον υπαγορεύουν ξεκάθαρα τις τάσεις εκείνες στις οποίες υπάγονται λίγο – πολύ όλες οι (mainstream) μεγάλες εθνικές κινηματογραφίες. Ε, λοιπόν, υπάρχει μια σκηνή απόδρασης στο πρώτο μέρος της «Συνωμοσίας» που βάζει κάτω οτιδήποτε έχετε δει στο σινεμά δράσης φέτος. Μιλάμε για κομμάτι ανθολογίας δηλαδή, όπου βλέπεις ξεκάθαρα τη διάθεση του Απτεντ να διασκεδάσει, αλλά και να εμφυσήσει ζωή σε ένα, δυστυχώς, άχρωμο σενάριο χωρίς εκπλήξεις. Κρίμα και για τον ίδιο, αλλά και για το καστ όπου την Νούμι Ραπάς συνοδεύουν οι Τζον Μάλκοβιτς, Τόνι Κολέτ και Μάικλ Ντάγκλας.

Βαθμοί: 5

Προβάλλονται επίσης

Στην ταινία «Η υπόσχεση της αυγής» ο Ερίκ Μπαρμπιέ καταγράφει τη ζωή του σπουδαίου συγγραφέα Ρομάν Γκαρί (όπως τη κατέγραψε… ο ίδιος, στην αυτοβιογραφία του), σε μια μεγαλεπίβολη παραγωγή ρομαντικής προδιάθεσης. Στον ομώνυμο ρόλο ο Πιέρ Νινέ, και δίπλα του η πάντα αινιγματικά γοητευτική Σαρλότ Γκενσμπούρ. Από την άλλη, έχουμε το blockbuster της εβδομάδας με τίτλο «Rampage: Το απόλυτο χάος» όπου ο συμπαθέστατος, είναι η αλήθεια, πρωταγωνιστής Ντουέιν Τζόνσον (ξεκάθαρα ένας Σβαρτσενέγκερ προσαρμοσμένος στα μέτρα της εποχή μας, μυώδης όπως ο πρώτος, αλλά πιο «γλυκός» και «καθαρός») ενσαρκώνει έναν επιστήμονα που αναζητά έναν αγαπημένο του γορίλλα, ο οποίος έχει μεταλλαχθεί πια σε ένα οργισμένο τέρας. Και να ‘ταν μόνο ένα: μιλάμε για αληθινή παρέλαση τεράτων που θυμίζει τις αντίστοιχες ιαπωνικές ταινίες καταστροφής των 70s, φυσικά με καλύτερα εφέ! Τέλος, στον «Ηλιο του μεσονυχτίου» έχουμε να κάνουμε με νεανικό ρομάντζο (νεαρά που πρέπει πάση θυσία να αποφεύγει τον ήλιο λόγω ασθένειας ερωτεύεται νεαρό και το λαβ στόρι που προκύπτει έχει φυσικά γενναίες δόσεις δράματος), ενώ στο «Γκαστόν ο γκαφατζής» έχουμε τη φαρσική μεταφορά ενός γάλλου καρτούν ήρωα, με τους Τεό Φερναντέζ και Πιέρ – Φρανσουά Μαρτέν – Λαβάλ.