Ο εθνικισμός στο εσωτερικό της γείτονος βρίσκεται σε παροξυσμική φάση. Ο Ερντογάν έχει επιλέξει να συνταχθεί με το εθνικιστικό στοιχείο, με το βλέμμα στις διπλές κάλπες του 2019 (αν δεν τις προκαλέσει νωρίτερα). Μάλιστα, η διάσπαση του κόμματος Εθνικιστικής Δράσης του Μπαχτσελί έχει φέρει στο προσκήνιο μία ακόμη εξτρεμιστική προσωπικότητα, αυτή της Ακσενέρ. Η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση, από τη μήτρα της οποίας προέρχονται οι τούρκοι εθνικιστές, προκειμένου να μην απολέσει τα ηνία, υπερθεματίζει σε ακρότητες, κατηγορώντας τον Ερντογάν για ενδοτισμό απέναντι στην Ελλάδα, ισχυριζόμενη ότι όταν αναλάβει την εξουσία θα επαναφέρει στην τουρκική κυριαρχία σειρά βραχονησίδων και νησιών που δήθεν έχει καταλάβει η Ελλάδα. Ταυτόχρονα, η οικονομία εμφανίζει πρωτοφανείς αρρυθμίες. Ενδεικτικά και μόνο: η λίρα έχει κατρακυλήσει σε ιστορικά χαμηλά (1 προς 4,06 $), η πολεμική επιχείρηση στη Συρία και τα εξοπλιστικά προγράμματα την επιβαρύνουν περαιτέρω, ενώ η καθημερινότητα του μέσου πολίτη έχει αλλάξει δραματικά (π.χ. αυξήσεις άνω του 10% σε τρόφιμα, ενέργεια, μεταφορές). Αθροίζοντας στα παραπάνω την απομάκρυνση της Αγκυρας από ΕΕ – ΗΠΑ και την εμπλοκή της σε ένα ζήτημα με τις συνθετότητες του Συριακού, το περιβάλλον παράγει εντάσεις.

Ωστόσο, εντοπίζονται τακτικοί αλλά και στρατηγικοί λόγοι για την αύξηση της επιθετικότητας της γείτονος στο Αιγαίο. Εδώ και 2 ½ χρόνια οι διεκδικήσεις της έχουν αναβαθμισθεί ποιοτικά. Οι γκρίζες ζώνες έχουν γίνει τουρκικές, ενώ επιχειρείται μεθοδικά η ουδετεροποίηση μέρους του Αιγαίου ώστε η Αθήνα να μην είναι σε θέση να ασκήσει πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Η πάγια θέση περί αποστρατικοποίησης επανέρχεται με μεγαλύτερη συχνότητα, προκαταλαμβάνοντας τυχόν μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Εξίσου, κατά τα ειωθότα, τεστάρει την αντίδραση της ελληνικής πλευράς (κυρίως επιχειρησιακά) υπό διάφορες περιστάσεις, έχοντας εμπλουτίσει πλέον το ρεπερτόριό της. Ακόμη και έτσι, πάντως, δύσκολα θα ρισκάρει την πρόκληση μιας θερμής κατάστασης στο Αιγαίο. Και αυτό για τους εξής λόγους: το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά αβέβαιο για να αναληφθεί ανάλογο ρίσκο, η επέμβαση στη Συρία μπορεί να λάβει αρνητική τροπή ανά πάσα στιγμή (ιδίως μετά την εμπλοκή Τελ Αβίβ και Ουάσιγκτον με στόχο το Ιράν), η ελληνική αποτρεπτική ισχύς παραμένει υψηλή και ελλοχεύει ο κίνδυνος πρόκλησης επιπρόσθετων επιπλοκών με τη Δύση. Αυτές οι παράμετροι ασφαλώς σταθμίζονται από την τουρκική ηγεσία. Η Ελλάδα πρέπει, συνεπώς, να εργαστεί ώστε να καταστήσει σαφές στην άλλη πλευρά ότι το κόστος σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είναι ανυπολόγιστο. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για την κυπριακή ΑΟΖ, όπου η Αγκυρα θα αποπειραθεί να αποτρέψει εις βάρος της τετελεσμένα, παίζοντας το τελευταίο της χαρτί.

Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών στο ΙΔΙΣ