Απεικονίζει μια νεαρή γυναίκα, με ένα κόκκινο, λουλουδάτο μαντίλι, ριγμένο στο κεφάλι της χαλαρά, έτσι που να σκιάζει το μισό πρόσωπό της. Το πουκάμισο, ανοιχτόχρωμο και ξεκούμπωτο, μετά βίας κρύβει το στήθος της, ενώ το δικράνι που στηρίζει στον ώμο, όπως και το φόντο που την περιβάλλει, συνηγορούν στην υπόθεση ότι πρόκειται για αγρότισσα. Είναι αβέβαιο, όπως και η υπόθεση ότι ο άνθρωπος που φιλοτέχνησε το πορτρέτο της διατηρούσε μαζί της δεσμό, καρπός του οποίου ήταν και ένα παιδί. Ενας βιογράφος του πάντως, ο Βέρνερ Μάζερ, ισχυριζόταν ότι η πρωταγωνίστρια του πίνακα, ονόματι Σαρλότ Λομπζοΐ, είχε συναντηθεί και συνδεθεί ερωτικά με τον ζωγράφο της όταν εκείνος υπηρετούσε ως δεκανέας στη Γαλλία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πιο σίγουρο από όλα είναι ότι ο πίνακας «Πορτρέτο μιας κοπέλας», λάδι σε λινό, με διαστάσεις 63 επί 48 εκατοστά, που στις 14 Απριλίου θα δημοπρατηθεί από τον οίκο Weidler της Νυρεμβέργης, φέρει στην πάνω αριστερή γωνία του τη χρονολογία «1916», αλλά και μια υπογραφή ικανή να πυροδοτήσει έναν σωρό ευφάνταστες ή ζοφερές υποθέσεις: εκείνη του Αδόλφου Χίτλερ.

ΜΠΟΕΜΙΚΗ ΖΩΗ. Δεν είναι άγνωστες οι πρώιμες καλλιτεχνικές ανησυχίες του τέταρτου από τα έξι παιδιά της Κλάρας και του Αλοΐσιου Χίτλερ. Ως μαθητής έδειχνε ενδιαφέρον σε ζητήματα αισθητικής, όμως η «έλλειψη φιλοπονίας» που μεταξύ πολλών άλλων τον χαρακτήριζε, ήταν η αιτία για να μην ολοκληρώσει καν τις εγκύκλιες σπουδές του. Ειδικά μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1903, ο νεαρός Αδόλφος θα περνούσε σύμφωνα με τον ιστορικό Ιαν Κέρσοου μια περίοδο «παρασιτικής τεμπελιάς», μέχρι που το 1907 άφησε το Λιντς και πήγε στη Βιέννη με σκοπό να σπουδάσει την τέχνη των εικαστικών. Ηταν η περίοδος που ο πολιτισμός και οι επιστήμες άνθιζαν στην αυστριακή πόλη, με ονόματα όπως του Φρόιντ, του Βιτγκενστάιν, του Κλιμτ, του Σίλε, του Μάλερ ή του Πόπερ, να επιβεβαιώνουν τον μοντερνιστικό χαρακτήρα της.

Από τη μεριά του, ο Χίτλερ απέτυχε δύο φορές να εισαχθεί στην περίβλεπτη τοπική ακαδημία καλών τεχνών, αφού σύμφωνα με τον διευθυντή της (και τον ιστορικό Αλαν Μπούλοκ) ήταν «ακατάλληλος για ζωγραφική». Στη συνέχεια, ο κατοπινός δικτάτορας θα ζούσε μποέμικα στους δρόμους της πόλης, θα έβγαζε τα προς το ζην πουλώντας ακουαρέλες με τοπία της και χρόνια αργότερα θα τη μισούσε.

ΣΤΟ ΣΦΥΡΙ. Τα υπόλοιπα είναι κατά πως λέγεται ιστορία. Στις επόμενες δεκαετίες πάντως κάποιοι από τους φερόμενους ως πίνακές του θα βρίσκονταν στα χέρια της αμερικανικής κυβέρνησης, ενώ άλλοι θα έφταναν στα χέρια ιδιωτών. Μετά το γύρισμα του αιώνα ορισμένοι θα έβγαιναν και στο σφυρί: το 2009 ο οίκος Mullock’s θα δημοπρατούσε 15 έργα με την υπογραφή του Χίτλερ έναντι 116.000 ευρώ περίπου, ενώ αντίστοιχη τιμή θα έπιαναν άλλοι δεκατρείς, σε πλειστηριασμό της ίδιας χρονιάς, από τον οίκο Ludlow. Το 2015 ο οίκος Weidler θα πωλούσε σε ανώνυμο αγοραστή από την Κίνα μια αναπαράσταση του κάστρου Neuschwanstein της Βαυαρίας προς 100.000 ευρώ και καμία από τις παραπάνω συναλλαγές δεν θα έμενε ασχολίαστη ως προς το ηθικό κομμάτι της.

Στο πιο καλλιτεχνικό, τα πράγματα δεν πήγαιναν πολύ καλύτερα. Ηδη το 1939, η κριτικός τέχνης των «New York Times» Αν Μακόρμικ έβλεπε σε μια αυτοπροσωπογραφία του ανδρός τη συναισθηματική αστάθεια που θα ταίριαζε σε μια πριμαντόνα και σε ένα κακομαθημένο παιδί. Αντικρίζοντας τα έργα που υπέβαλε στην Ακαδημία της Βιέννης, ο αμερικανός συγγραφέας Τζον Γκούντερ τα χαρακτήρισε «κοινότοπα, στερούμενα ρυθμού, χρώματος, συναισθήματος και φαντασίας». Ενας σύγχρονος κριτικός κλήθηκε κάποτε να σχολιάσει μερικά άλλα, χωρίς να γνωρίζει τον δημιουργό τους: «Καλούτσικα» έγραψε, «αλλά με βαθιά αδιαφορία για τον άνθρωπο».

ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ. Οταν την προηγούμενη εβδομάδα το πρακτορείο Reuters ανακοίνωνε ότι τις προσεχείς ημέρες ο οίκος Weidler θα δημοπρατούσε το πορτρέτο εκείνης της νεαρής αγρότισσας με το κόκκινο μαντίλι και το μισάνοιχτο πουκάμισο, μαζί με άλλα έργα που αποδίδονται στον Χίτλερ, πολλοί έσπευσαν να αμφισβητήσουν την αυθεντικότητά του. Ενας ολλανδός μπλόγκερ παρατήρησε ότι μεσούντος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας δεκανέας δεν θα τριγύριζε στα χωριουδάκια της Γαλλίας κουβαλώντας λαδομπογιές. Το Reuters είχε επικαλεστεί τη σχετική ανακοίνωση του οίκου Weidler, που παρέπεμπε στον ιστορικό Βέρνερ Μάζερ και στη δική του εκδοχή για τη σχέση του νεαρού Αδόλφου με την εικονιζομένη. Οπως και να ‘χει, το πορτρέτο της, ελαφρώς φθαρμένο από τον χρόνο, είχε αγοραστεί από κάποιον φλαμανδό βιομήχανο γύρω στο 1967, ενώ σύμφωνα με σχετικά έγγραφα, είχε εκτεθεί και σε γκαλερί της Ιαπωνίας. Η τιμή εκκίνησής του είναι τα 60.000 ευρώ.

«Δεν καταλάβαινα τους λόγους που έβγαζε»

Βιβλίο από τον γιο του καλλιτέχνη και του μοντέλου

Από τον ιστορικό Βέρνερ Μάζερ διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι ο καρπός του έρωτα καλλιτέχνη και μοντέλου ήταν ο Ζαν-Μαρί Λορέτ, ένας γάλλος σιδηροδρομικός που γεννήθηκε το 1918 και πέθανε το 1985. Σύμφωνα με το ληξιαρχείο του Σεμπονκούρ όπου γεννήθηκε, μητέρα του ήταν η χορεύτρια Σαρλότ Λομπζοΐ και πατέρας του ένας γερμανός στρατιώτης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Η υπόθεση σκαλίστηκε κάμποσες φορές, από ιστορικούς, ιστοριοδίφες ή δημοσιογράφους, χωρίς κανείς να καταλήξει σε απολύτως ασφαλή συμπεράσματα. Πριν από λίγα χρόνια, το γαλλικό περιοδικό «Le Point» αναφέρθηκε σε έρευνες που έκαναν λόγο για κοινή ομάδα αίματος και όμοιο γραφικό χαρακτήρα μεταξύ των δύο ανδρών. Ο ίδιος ο Λορέτ είχε γράψει και βιβλίο για όλα αυτά, με τίτλο «Το όνομα του πατέρα σου ήταν Χίτλερ», βασιζόμενο εν μέρει σε αφηγήσεις της μητέρας του, που φέρεται να του αποκάλυψε την αλήθεια το 1948, λίγο προτού πεθάνει. Μία από αυτές έλεγε: «Οταν ο πατέρας σου ήταν εδώ, πράγμα που συνέβαινε σπάνια, του άρεσε να με πηγαίνει στην εξοχή για περιπάτους. Συνήθως όμως κατέληγαν άσχημα. Για την ακρίβεια, ο πατέρας σου, εμπνεόμενος από τη φύση, ξεκινούσε να βγάζει λόγους τους οποίους δεν καταλάβαινα και πολύ».