Τον συναντάμε στη λογοτεχνία σχεδόν από καταβολής της, αν και οι ειδικοί δεν συμφωνούν πλήρως ως προς τον ορισμό του μπουφόνου. Για κάποιους είναι η εξέλιξη του αρχαιοελληνικού και ρωμαϊκού «παράσιτου», του ανθρώπου που, προκειμένου να «σιτισθεί», να εξασφαλίσει δηλαδή το γεύμα του, τριγυρίζει στα σπίτια κάνοντας αυτοεξευτελιστικά αστεία, με πλήρη συνείδηση ότι έτσι χάνει την αξιοπρέπειά του. Για άλλους, που τον ανιχνεύουν σε μεταγενέστερα έργα, είναι ο γελωτοποιός, ο μίμος, ο κλόουν. Οπως και να ‘χει, είναι ένας εύκολα αναγνωρίσιμος θεατρικός ρόλος και λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Το θέμα όμως είναι οι μπουφόνοι στην πραγματική ζωή. Οι άνθρωποι που μοιάζουν σαν να τους έχει σκαρώσει, σε αυτό το καλούπι, ένας συγγραφέας. Χωρίς ωστόσο να έχουν τις ασφαλιστικές δικλίδες της μυθοπλασίας που βρίσκει πάντα κάποιον τρόπο να «ισιώνει» τις καταστάσεις. Σε αυτήν ακριβώς την περίπτωση ανήκει ο Ντόναλντ Τραμπ. Η ιστορία της ζωής του μοιάζει βγαλμένη από ένα μάλλον ακραίο σενάριο. Ο φανφαρόνος επιχειρηματίας του δόγματος και της αισθητικής «μεγάλα πλούτη, μεγάλα στήθη» που έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ. Οσο για την εμφάνισή του, ξεπερνάει τα στάνταρ ενός χολιγουντιανού καλλιτεχνικού διευθυντή. Πολύ πορτοκαλί και πολύ ξασμένα μαλλιά, πολύ εμφανή λίφτινγκ, πολύ σολάριουμ, πολύ κονσίλερ κάτω από τα μάτια, πολύ γυαλιστερές γραβάτες, πολλές μούτες.

Η προεδρική θητεία του δικαιώνει, μέχρι τώρα, τον φανταστικό «συγγραφέα» του. Αλλοπρόσαλλος, εκρηκτικός, απρόβλεπτος, χωρίς ούτε καν επίφαση πολιτικού λόγου, συνεχίζει να κάνει, ως πρόεδρος μιας υπερδύναμης, αυτό που έκανε μέχρι τώρα στην προσωπική και επιχειρηματική του ζωή. «Δεν μου κάνεις, δεν σε γουστάρω, σε απολύω». Είτε πρόκειται για συνεργάτη είτε για σύζυγο είτε για ερωμένη. Κρίνοντάς τον πολιτικά, προκαλεί αμηχανία, απορία, ανησυχία. Κρίνοντάς τον σεναριακά, πράττει απολύτως συμβατά με την ψυχολογία του μπουφόνου. Αλλά επειδή η πραγματικότητα δεν είναι σενάριο, ας επαναλάβουμε, για άλλη μία φορά, ότι οι θεσμοί στις ΗΠΑ είναι πολύ ισχυροί. Ως ευχή και παρηγοριά συγχρόνως.