Μια ιδέα να έχει κανείς από παλιότερες δουλειές του Γιάννη Κακλέα, χαρακτηρισμένες κατά δήλωσή του από έναν εσωτερικό θυμό, και ο λόγος που ο σκηνοθέτης πρότεινε στο Εθνικό Θέατρο να παρουσιάσει «Το παιχνίδι της σφαγής» του Ιονέσκο γίνεται προφανής: το έργο, γραμμένο στις αρχές του 1970, με επίκεντρό του μια πόλη γεμάτη ζωή και ανέμελους ανθρώπους, που εντελώς ξαφνικά τους αποδεκατίζει ο θάνατος με σκληρά κωμικό τρόπο, γκρεμίζοντας τα προσωπεία και κάθε αίσθηση ασφάλειας, είναι ταιριαστό με τα γούστα του.

Ηταν επιθυμία ετών, αφού ήδη από μαθητής του Κουν άκουγε για τη σπουδαιότητά του. «Το θέμα όμως δεν είναι τόσο ο θάνατος, μια συνθήκη αναπόφευκτη» διευκρινίζει ο σκηνοθέτης. «Το θέμα είναι αν υπάρχει ζωή πριν από τον θάνατο. Ο Ιονέσκο σατιρίζει επιθετικά την ανθρώπινη βλακεία, την πεποίθηση της απόλυτης γνώσης, τις κούφιες ιδεολογίες και τις σάπιες σχέσεις, την επιστήμη με την αποκλειστικά ορθολογική κατεύθυνση. Δεν αφήνει τίποτα όρθιο».

Φταίει μάλλον και η εποχή της συγγραφής του «Παιχνιδιού της σφαγής». Ο Ιονέσκο, λέει ο Γιάννης Κακλέας, ήταν σε μια «φάση αηδίας» για την ανθρώπινη κατάσταση. Οπως και ο Ζενέ ή ο Μπέκετ, προερχόταν από την τραυματική εμπειρία του πολέμου. Τρόμαξε, αποφάσισε όμως να γράψει ένα καινούργιο θέατρο, με χιούμορ παράλογο, που αντιδρά στις καταστάσεις έχοντας ρίζες στο υποσυνείδητο, όπως παλιότερα οι σουρεαλιστές. Οχι ότι στο «Παιχνίδι της σφαγής» δεν έχουν σημασία τα ερωτήματα για τα χαρακτηριστικά της πόλης και την αρρώστια που τη χτυπάει: είναι μάλλον μια αρρώστια αυτοάνοση, που τη δημιουργεί η συμπεριφορά των θυμάτων της. Ο θάνατος δεν κάνει διακρίσεις, «γι’ αυτό και το έργο είναι πολιτικό. Μιλάει για τον φόβο της ομοιογένειας, της μη ουσιαστικής ύπαρξης σε αυτόν τον κόσμο».

Δεν υπάρχουν δηλαδή κι εξωτερικοί παράγοντες που κάνουν μια πόλη έρμαιο της κενότητας και της αυτοεξαπάτησης; «Αυτά θα τα απαντήσει καλύτερα ένας κοινωνιολόγος» αποκρίνεται ο Κακλέας. «Οι καλλιτέχνες είναι πιο απόλυτοι, σκέφτονται με έννοιες. Και για μένα σημαντική έννοια είναι ο φόβος. Για να μη φοβάσαι, πρέπει να είσαι περιπετειώδης, καλλιτεχνική φύση με την ευρεία έννοια και η περιουσία σου να μην έχει υλική βάση. Αλλιώς, είμαστε δεμένοι χειροπόδαρα σε μια σύμβαση και μέσα της λιώνουμε. Χανόμαστε, γινόμαστε σκοτεινοί. Στην Αναγέννηση, οι άνθρωποι ταξίδευαν χωρίς στόχο, για καινούργιες εμπειρίες. Τώρα, εδώ, ο φόβος φυλάει τα έρμα. Μας κάνει συντηρητικούς, μαζεμένους, μικρούς και καχύποπτους».

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΜΙΚ. Την ίδια στιγμή, «Το παιχνίδι της σφαγής» έχει παρουσιαστεί στις ΗΠΑ της δεκαετίας του 1980 και ως αλληγορία για το AIDS. Είναι άραγε πιθανόν να αποκτήσει και η παράσταση του Εθνικού πολιτικούς συνειρμούς λόγω συγκυριών; «Οι παραστάσεις μου έχουν μια κοινή ραχοκοκαλιά, την οποία δεν μπορώ να αλλάξω χαμαιλεοντικά. Αγαπώ το θέατρο –σε αυτόν τον κόσμο ανήκω. Είδα το έργο σαν μια ιστορία μετακαταστροφικού κόμικ, όπου ο κόσμος τελειώνει και οι καλλιτέχνες δεν έχουν πια ιστορίες να πουν. Βρίσκονται λοιπόν σε μια έρημη πόλη και θυμούνται τα αίτια της καταστροφής, με τη βοήθεια του θεάτρου, αυτής της άγιας τέχνης. Γι’ αυτό λοιπόν στην παράσταση υπάρχει θέατρο μέσα στο θέατρο, αλλά και χώροι θεάματος όπως σινεμά ή ντράιβ-ιν. Πιστεύω ότι το θέατρο είναι ο τρόπος μέσα από τον οποίο μαθαίνεις την αλήθεια των πραγμάτων».

Μιλώντας για θέατρο, αν έπρεπε να δώσει μία μόνη οδηγία στους ηθοποιούς του, ποια θα ήταν αυτή; «Να μη φοβούνται το χιούμορ», λέει, «γιατί μέσα από αυτό αναδεικνύεται η τραγικότητα. Ολα τα άλλα είναι δήθεν και μελοδραματικά». Είναι κάτι που το συναντά στη θεατρική πραγματικότητα ή η ζυγαριά της γέρνει προς τη μεγαλοσχημοσύνη; «Πάντα υπήρχαν οι ομάδες που σάρκαζαν τα πάντα, που δεν άφηναν τίποτα όρθιο, αλλά και οι σοβαροφανείς τύποι που παρίσταναν τους σπουδαίους καλλιτέχνες κι ήταν για κλάματα», κατά τη γνώμη του.

Εντοπίζει κάτι που λείπει από το ελληνικό θέατρο ως αντίβαρο; «Αν κι έχω πολλά ερωτήματα για τον εαυτό μου, επομένως δεν μπορώ να εκφράσω απόλυτη άποψη για τους άλλους, κατ’ εμέ, λείπει ο επαγγελματισμός» καταλήγει. «Εχουμε μια τάση αυτοσχεδιαστικού ερασιτεχνισμού, μια τάση η πρόβα να είναι και η παράσταση. Δεν είναι έργο τέχνης, αλλά μια ανάγκη έκφρασης –άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Χρειαζόμαστε ανθρώπους που είναι σκηνοθέτες κι όχι ανθρώπους που θέλουν να σκηνοθετήσουν επειδή γουστάρουν να ηγούνται μιας ομάδας. Ο Ιονέσκο θα τους χαρακτήριζε παρανοϊκούς».