Ακούγεται μεγάλη κουβέντα ο χαρακτηρισμός «απόλυτο έργο τέχνης» αν μιλάμε για τη συναυλία μιας μπάντας. Ακόμα και αν το σόου της είναι πολυμεσικό, τρισδιάστατο. Από την άλλη, ίσως κάτι να ήξερε το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, όταν το 2012 καλούσε τους Kraftwerk για να παρουσιάσουν εντός των τειχών του κάποια από τα καλύτερα άλμπουμ τους. Το ίδιο ακριβώς συνέβη ένα χρόνο αργότερα στην Tate Modern του Λίβερπουλ και αν κάτι τέτοια ακούγονται σαν εκ των υστέρων προφητείες, ένα τεκμήριο καλλιτεχνικής πολυμορφίας, μπορεί να εντοπίζεται στις καταβολές των γερμανών πρωτοπόρων της ηλεκτρονικής μουσικής: στις επιρροές τους περιλαμβάνονται κατά δήλωσή τους, δημιουργοί από τον Φριτς Λανγκ και τους αρχιτέκτονες του Bauhaus, μέχρι τους Beach Boys και το εικαστικό δίδυμο των Gilbert & George. Τους τελευταίους, ο Φλόριαν Σνάιντερ και ο Ραλφ Χούτε, ιδρυτικά μέλη της μπάντας, τους είχαν δει στην Kunsthalle του Ντύσελντορφ το 1970, φεύγοντας μαγεμένοι από το όραμα δύο κοστουμαρισμένων τύπων που ήθελαν να φέρουν την τέχνη στην καθημερινή ζωή. Υπήρχε ωστόσο και κάτι ακόμα που ήθελαν να προσθέσουν οι Γερμανοί: η τεχνολογία.

Μουσικά μιλώντας, το ιδανικό ενός γάμου μεταξύ της μελωδίας και του ρυθμού των ανθρώπων και των μηχανών, εμπνευσμένο από σκαπανείς όπως ο Εντγκάρ Βαρέζε, ο Κάρλχαιντς Στόκχαουζεν, η Ντάφνε Οραμ, ο Πιερ Σέφερ ή η Ντέλια Ντέρμπισαϊρ, συνελήφθη από τους Σνάιντερ και Χούτερ κάπου στο 1968, όταν εκείνοι σπούδαζαν κλασική μουσική στο ωδείο του Ντύσελντορφ και ενώ η αισθητική της εμπορικής ποπ της εποχής πλησίαζε τα όριά της. Η κοινότητα του γερμανικού krautrock, με εξέχοντα μέλη τους Can και τους Tangerine Dream είχε ήδη μερικές καινούργιες ιδέες και κάπως έτσι οι Kraftwerk, βαπτισμένοι με τη γερμανική λέξη για τον «ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό», αποφάσισαν να παίξουν αποκλειστικά με τα όλο και πιο προσβάσιμα συνθεσάιζερ. Τα εξώφυλλα των δύο πρώτων, ομώνυμων άλμπουμ τους, είχαν αντί για μπανάνες και ψυχεδελικά σύμβολα, κυκλοφορικούς κώνους. Τα ρομποτικής υφής τραγούδια τους, μινιμαλιστικά και ρυθμικά στα όρια του υπνωτισμού, είτε δανείζονταν τίτλους από την ορολογία των μηχανικών, είτε, όπως το «Von Himmel Hoch», μιμούνταν τους ήχους μιας υπερηχητικής βόμβας. Το «Autobahn» του ’74 καταπιανόταν με μία ακόμα γερμανική επινόηση, μιμούταν ήχους της αστικής καθημερινότητας και, προσανατολισμένο καθώς ήταν σε πιο παραδοσιακές φόρμες, εκτόξευσε την μπάντα στο διεθνές στερέωμα.

ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΔΡΑΣΗ. Οι πρώτες κριτικές έκαναν λόγο για «ασπόνδυλο, χωρίς συναίσθημα, ούτε ποικιλία ήχο, πόσο μάλλον γούστο». Οσο εξηγήσιμες πάντως κι αν ακούγονται για την εποχή τους (όπως και η στάση του μουσικοκριτικού Λέστερ Μπανγκς, που σε συνέντευξη με τους Kraftwerk στο ΝΜΕ, ρωτούσε αν συνιστούν την «Τελική Λύση» στη μουσική) άλλο τόσο ματαιόπονες φαίνονται σήμερα που τα παρακλάδια της ηλεκτρονικής μουσικής επισκιάζουν πολλά, άλλοτε κυρίαρχα είδη. Την ίδια στιγμή, το να πει κανείς ότι οι Γερμανοί δόξασαν την τεχνολογία επειδή επιστράτευσαν μόνο ηλεκτρονικά όργανα, είναι σαν να ισχυρίζεται ότι μια εγκατάσταση με σωσίβια προσφύγων, υμνεί τις θαλάσσιες περιπέτειές τους. Σύμφωνοι, οι Kraftwerk αντιμετώπιζαν το περιβόητο και μυστικοπαθές στούντιό τους ονόματι «Kling Klang» σαν ένα περίπλοκο μουσικό εργαλείο· ειδικά όμως από το «Trans-Europe Express» του ’77 ή το «The Man Machine» της επόμενης χρονιάς κι έπειτα, τραγουδούσαν ταυτόχρονα την μεταπολεμική αισιοδοξία για τις χαρές της τεχνολογίας, αλλά και το ενδεχόμενο μιας άνευ προηγουμένου γραφειοκρατικοποίησης της καθημερινότητας: το «Computer Love» μιλούσε για τον έρωτα μέσω διαδικτύου ήδη από το 1981. Το «Computer World» απλώς παρέθετε ονόματα οργανισμών όπως η Ιντερπόλ, η Deutshce Bank, το FBI, η Σκότλαντ Γιαρντ.

Είτε κράτησαν τη μακάρια, είτε προτίμησαν τη δυσοίωνη, είτε επηρεάστηκαν και από τις δύο κατά Kraftwerk αναγνώσεις του σύγχρονου κόσμου, οι κληρονόμοι τους δεν χωράνε σε μια μόνη λίστα. Αποσπάσματα τραγουδιών τους έχουν χρησιμοποιήσει ως samples οι REM, Μαντόνα, Jay-Z ή Coldplay, τη στιγμή που συγκροτήματα όπως οι Depeche Mode, οι New Order ή οι OMD και είδη σαν την techno, τη house και την εν γένει ηλεκτρονική χορευτική μουσική, μπορεί να έψαχναν ακόμα το δρόμο τους. Εχει υποστηριχθεί μέχρι και ότι οι Kraftwerk άσκησαν ίση, αν όχι διαρκέστερη χρονικά, επίδραση με τους Μπιτλς –κι αν κάτι τέτοια ακούγονται σαν εκ των υστέρων προφητείες, μια ακρόαση (ή και μια ματιά εφόσον πρόκειται για πολυμεσικό, τρισδιάστατο σόου), στην αποψινή συναυλία τους στο Κλειστό Παλαιού Φαλήρου, ίσως αρκεί σαν τεκμήριο επιδραστικότητας.

Το live άλμπουμ τους «3-D The Catalogue» πάντως, τιμήθηκε πρόσφατα με το Γκράμι καλύτερου ηλεκτρονικού δίσκου, ενώ σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της περιοδείας «3-D Concerts», οι τρισδιάστατες προβολές της οπτικοποιούν τους ήχους της μπάντας σχεδόν συναισθητικά. Τραγούδια όπως το «Radioactivity» (πλέον κάτι σαν ύμνος στα θύματα των πυρηνικών καταστροφών, που για ευνόητους λόγους ο Ραλφ Χούτερ ερμηνεύει και στα ιαπωνικά), έχουν αποκτήσει νόημα που δεν διέθεταν. Κάποιες κριτικές βλέπουν στην εκτέλεση του «The Robots» από ρεπλίκες την υπόσχεση ότι όταν οι άνθρωποι θα φύγουν, η μουσική θα μπορεί να ακούγεται ακόμα.

Συχνά δε, στο τέλος κάθε σόου, ο Χούτερ ευχαριστεί το κοινό αγγίζοντας κάτι πιο απλό ή και πιο περίπλοκο από τις κονσόλες και τα πλήκτρα: την καρδιά του.