Ο τετραπλασιασμός των κρουσμάτων ιλαράς πέρυσι στην Ευρώπη –με τα στοιχεία να δείχνουν ότι η επιδημική έξαρση συνεχίζεται και το 2018 –προκαλεί έντονη ανησυχία στην επιστημονική κοινότητα. Με τα δεδομένα αυτά, οι ειδικοί υψώνουν εκ νέου τη φωνή τους κατά της «αρρώστιας» του αντιεμβολιαστικού κινήματος και των στρατηγικών αστοχιών για την προάσπιση της δημόσιας υγείας.

Τα στοιχεία που έφερε στο φως της δημοσιότητας το Ευρωπαϊκό Γραφείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) είναι αποκαλυπτικά. Μόνο πέρυσι καταγράφηκαν στη Γηραιά Ηπειρο 21.315 κρούσματα, όταν ο αντίστοιχος αριθμός κρουσμάτων το 2016 δεν ξεπέρασε τα 5.273.

Μάλιστα, όπως προκύπτει από τα ίδια στοιχεία, μία στις τέσσερις χώρες στην Ευρώπη έχει «χτυπηθεί» από την ιλαρά. Εντούτοις, πιο έντονο πρόβλημα εντοπίστηκε στη Ρουμανία (5.562 κρούσματα), στην Ιταλία (5.006) και στην Ουκρανία (4.767).

Οι συγκεκριμένες χώρες, σύμφωνα με τους ειδικούς του ΠΟΥ, «έχουν βιώσει μια σειρά προκλήσεων τα τελευταία χρόνια, όπως η πτώση της συνολικής εμβολιαστικής κάλυψης, η συνεχής χαμηλή κάλυψη ορισμένων περιθωριοποιημένων ομάδων, οι διακοπές στην παροχή εμβολίων ή τα μη αποδοτικά συστήματα επιτήρησης».

ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΕΛΠΝΟ. Ψηλά στη λίστα των χωρών στις οποίες αναβιώνει η ιλαρά, είναι και η χώρα μας, όπου πέρυσι καταγράφηκαν 967 κρούσματα. Ωστόσο, ενώ σε κάποιες χώρες παρατηρείται σταδιακή μείωση, στην Ελλάδα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Ειδικότερα, και σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ), από τα τέλη του 2017 έως σήμερα έχουν καταγραφεί 666 νέα κρούσματα, φτάνοντας συνολικά τα 1.588. Και παρ’ όλο που η μεγαλύτερη εστία εντοπίζεται στις κοινότητες Ρομά και κυρίως στον παιδικό πληθυσμό, ανάμεσα στα κρούσματα είναι και δεκάδες επαγγελματίες υγείας.

Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τους ειδικούς, τα κρούσματα ιλαράς εμφανίζονται συνήθως στο τέλος του χειμώνα και τις αρχές της άνοιξης, οι επιστήμονες στη χώρα μας βρίσκονται σε κατάσταση επιφυλακής.

Τον προβληματισμό του δεν έκρυψε ούτε ο πρόεδρος του ΚΕΕΛΠΝΟ Θεόφιλος Ρόζενμπεργκ, ο οποίος επισημαίνει σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο ότι «η επιδημία δεν φαίνεται να σταματάει, καθώς υπάρχουν θύλακοι του πληθυσμού με ανεπαρκή εμβολιαστική κάλυψη».

Διευκρινίζει μάλιστα ότι δεν πρόκειται για παιδική ασθένεια. «Οι ενήλικοι νοσούν μεν πιο σπάνια από ιλαρά, αλλά σοβαρότερα από τα παιδιά» λέει και τονίζει πως «περίπου το 30% των περιπτώσεων ιλαράς θα παρουσιάσει μια ή περισσότερες επιπλοκές, που είναι συχνότερες σε παιδιά ηλικίας κάτω των 5 ετών και σε ενηλίκους άνω των 20 ετών».

Σύμφωνα άλλωστε με τα στοιχεία του Κέντρου, η πλειονότητα των κρουσμάτων ιλαράς του γενικού πληθυσμού ελληνικής υπηκοότητας είναι ενήλικοι άνω των 25 ετών που είτε δεν έχουν εμβολιαστεί είτε είναι ατελώς εμβολιασμένοι (έχουν υποβληθεί δηλαδή, σε μία δόση).

ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ. Στη… σκιά των εξελίξεων αυτών, οι υπουργοί Υγείας 11 χωρών της Περιφέρειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης, συναντήθηκαν χτες, με τη συζήτηση να συνεχίζεται και σήμερα σχετικά με την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στο Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για τον Εμβολιασμό (EVAP) έως το 2020.

Μία ενδιάμεση έκθεση προόδου για ολόκληρη την περιοχή θα παρουσιαστεί στην 68η Σύνοδο της Περιφερειακής Επιτροπής για την Ευρώπη του ΠΟΥ, τον προσεχή Σεπτέμβριο.

«Κάθε νέο κρούσμα ιλαράς στην Ευρώπη μάς υπενθυμίζει ότι τα ανεμβολίαστα παιδιά αλλά και οι ενήλικοι, άσχετα από το πού μένουν, παραμένουν σε υψηλό κίνδυνο όχι μόνο να νοσήσουν, αλλά και να μεταδώσουν την ασθένεια σε άλλους, που ενδεχομένως να μην έχουν τη δυνατότητα εμβολιασμού» δήλωσε σχετικά η δρ Σουζάνα Τζακάμπ.

Η ίδια βάζει τον πήχη ψηλά, σημειώνοντας ότι η εξάλειψη τόσο της ιλαράς όσο και της ερυθράς είναι μία προτεραιότητα για την οποία δεσμεύονται όλες οι ευρωπαϊκές χώρες: «Αυτή η βραχυπρόθεσμη οπισθοδρόμηση δεν μπορεί να μας αποτρέψει από τη δέσμευσή μας να είμαστε η γενιά που θα λυτρώσει τις ερχόμενες από τις συγκεκριμένες ασθένειες».

Υπενθυμίζεται ότι η επιστημονική κοινότητα συνιστά τον εμβολιασμό με το μεικτό εμβόλιο ιλαράς – ερυθράς – παρωτίτιδας (εμβόλιο MMR) των παιδιών, των εφήβων και των ενηλίκων που δεν έχουν εμβολιαστεί με τις απαραίτητες δόσεις.

Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, παιδιά, έφηβοι και ενήλικοι που έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και δεν έχουν ιστορικό νόσου πρέπει να είναι εμβολιασμένοι με δύο δόσεις εμβολίου για την ιλαρά.