Τελευταία φορά μού συνέβη πριν από λίγες μέρες. Παίζοντας με το κινητό μου στην αίθουσα αναμονής ενός ιατρείου, έπεσα σε σάιτ με φωτογραφίες της Αθήνας του 19ου αιώνα. Κόλλησα τόσο που σχεδόν δυσαρεστήθηκα όταν ήρθε η σειρά μου και έπρεπε να σταματήσω αυτήν την κατάδυση στο παρελθόν. Κατάδυση και ανάδυση μαζί διότι η γοητεία που ασκούν στους περισσότερους από εμάς οι παλιές φωτογραφίες της πόλης ή της περιοχής στην οποία ζούμε ή γνωρίζουμε καλά δεν προκύπτει μόνο από αρχειακό ενδιαφέρον.

Τι είναι λοιπόν αυτό που με έκανε να προσπαθώ να «ανοίξω» τη φωτογραφία της Διονυσίου Αρεοπαγίτου όταν σε όλο το μήκος της υπήρχαν μόνο μερικά σπιτάκια; Να αποθηκεύω τις «πλύστρες» στις όχθες του Ιλισού ή τη θέα από την Ακρόπολη προς τον Πειραιά το 1870; Γιατί κολλάω τη μούρη μου στην τηλεόραση όταν ο Κωνσταντίνου περπατάει στην Αθήνα, στο έργο «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα», προσπαθώντας να αναγνωρίσω καταστήματα; Γιατί ζαχαρώνουμε, στις παλιές ελληνικές ταινίες, τους χωματόδρομους που κατέβρεχαν το καλοκαίρι, εμείς που, μόλις η θερμοκρασία αγγίξει τους 28 βαθμούς, δεν μπορούμε να ζήσουμε ώρα χωρίς κλιματιστικό; Γιατί η χριστουγεννιάτικη οδός Σταδίου του 1960 και η πασχαλιάτικη οδός Αθηνάς του 1950 έχουν αναχθεί σε μπλου τσιπ της νοσταλγίας ακόμη και από αυτούς που δεν είχαν τότε γεννηθεί και δεν τους ξυπνούν προσωπικές αναμνήσεις;

Είναι, θεωρώ, η υπαρξιακή ανάγκη της συνέχειας που κάνει να μοιάζουν αέναες οι πεπερασμένες ζωές μας. Ακόμη και αν εμείς δεν υπήρχαμε όταν η μικρή μας πόλη δεν είχε γίνει μεγάλη, η παλιά φωτογραφία μάς υποβάλλει την ιδέα ότι είμαστε μέρος της εξέλιξής της. Ειδικά σε εποχές όπως αυτή, το ότι δεν βλέπουμε μέλλον κάνει το παρελθόν απόδραση και καταφυγή συγχρόνως. Και η επίγνωση ότι έπειτα από κάμποσες δεκαετίες εμείς και η πόλη όπως τη ζούμε σήμερα θα γίνουμε «παλιές φωτογραφίες», καλλιεργεί μια αίσθηση αιωνιότητας.