Μια χαρά τα πάει εισπρακτικά η ταινία «1968» του Τάσου Μπουλμέτη που προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες αυτό τον καιρό. Εκοψε πάνω από 60 χιλιάδες εισιτήρια την πρώτη εβδομάδα κι έχει περάσει τα 100 χιλιάδες στο σύνολο της χώρας ήδη. Δεν θα φτάσει το 1 εκατομμύριο εισιτήρια της «Πολίτικης κουζίνας» του ίδιου σκηνοθέτη, αλλά θα είναι, όπως όλα δείχνουν, η πρώτη σε εισιτήρια ελληνική ταινία της χρονιάς. Το ότι το θέμα της είναι αθλητικό (το «1968» διηγείται το κατόρθωμα της ΑΕΚ να κατακτήσει πριν πενήντα χρόνια το Κύπελλο Κυπελλούχων στο μπάσκετ) και δημιουργεί μια συζήτηση για το αν υπάρχουν κι άλλα μεγάλα αθλητικά επιτεύγματα, έτοιμα να μεταφερθούν στη μεγάλη οθόνη.

Λείπουν

Η Ελλάδα δεν έχει παράδοση στο συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος: οι αθλητικές ιστορίες δεν λείπουν, λείπουν όμως σεναριογράφοι για να τις επεξεργαστούν. Δύσκολα ένας παραγωγός θα έφτανε να ρισκάρει τα ωραία του χρήματα: το υλικό για το απαραίτητο σενάριο είναι συνήθως ελάχιστο. Η ταινία του Μπουλμέτη έχει δυο μέρη –το καθαρά αθλητικό, που έχει να κάνει με τον τελικό στο Καλλιμάρμαρο, κι ένα καθόλου αθλητικό, που αφορά τον κοινωνικό περίγυρο της εποχής. Το αθλητικό της κομμάτι, που είναι κοντά στο ντοκιμαντέρ, είναι καλύτερο από το άλλο γιατί βασίζεται στην ιστορική περιγραφή του ματς από τον Βασίλη Γεωργίου. Η ίδια η περιγραφή είναι το σενάριο του αγώνα –ο Μπουλμέτης πρόσθεσε απλά τις εικόνες. Τέτοιου είδους υλικό, στο οποίο ένα σενάριο να μπορεί να βασιστεί, για τα μεγάλα μας αθλητικά γεγονότα υπάρχει ελάχιστο. Ευτυχώς που για κάποια πρόσφατα, όπως οι νίκες των εθνικών ομάδων του μπάσκετ (το 1989) και του ποδοσφαίρου (το 2004), γράφτηκαν πλέον κάποια βιβλία, που ίσως μελλοντικά αξιοποιηθούν. Και τα δυο αυτά γεγονότα ωστόσο, αν και τεράστια, είναι πολύ πρόσφατα για να γίνουν ταινίες: όσο καλή κι αν είναι η κινηματογράφηση δεν θα φτάσει ποτέ τη δύναμη της πραγματικότητας, που υπάρχει ακόμα και στα μάτια και στη μνήμη μας.

Ιστορίες

Ενδιαφέρον θα είχε κινηματογραφικά και η ιστορία του Νίκου Γκάλη π.χ. ή του Γιάννη Αντετοκούνμπο, αλλά δεν υπάρχει σε αυτές τίποτα το άγνωστο: αν ποτέ κάποιος τις αξιοποιήσει κινηματογραφικά θα πρέπει όπως ο Μπουλμέτης να ποντάρει στη δύναμη μιας συναισθηματικής νοσταλγίας, αλλά για να υπάρξει κάτι τέτοιο πρέπει να περάσουν χρόνια και να υπάρχει κι ένα κοινό που την εποχή των εν λόγω πρωταγωνιστών να μην την έχει ζήσει. Το «1968» τρέχουν να το δουν οι νεαρότεροι: έχουν κάτι ακούσει, αλλά δεν το ξέρουν. Και χάρη στην ταινία συγκινούνται και το χαίρονται.

Μαραθωνο-δρόμοι

Υπάρχουν άλλα πρόσωπα που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ήρωες γύρω από τους οποίους να χτιστεί ένα σενάριο αρχικά και μια ταινία στη συνέχεια; Παρά τις δυσκολίες που ανέφερα (έλλειψη πηγών και υλικού, έλλειψη σεναριογράφων με τέτοια ειδικότητα κ.τ.λ.) ιστορίες υπάρχουν. Προσωπικά με συγκινούν πάντα δυο ιστορίες καταπληκτικών μαραθωνοδρόμων για τους οποίους ελάχιστα γνωρίζουμε. Ο ένας, ο Σπύρος Λούης, έκανε το κατόρθωμά τους στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της νέας εποχής, έδωσε το όνομά του στο ΟΑΚΑ, έγινε έκφραση στο στόμα όλων (ποιος δεν έχει πει μια φορά τουλάχιστον για κάποιο φίλο του το αρκετά περιγραφικό «έγινε Λούης»;) κι απέκτησε την αθανασία, που του άξιζε, παραμένοντας πάντως ένας γνωστός – άγνωστος, αφού την πραγματική του ιστορία λίγοι την γνωρίζουν. Ο άλλος, ο μεγάλος Στέλιος Κυριακίδης, νικητής στον μαραθώνιο της Βοστώνης το 1946, δεν είναι απλά ένας σημαντικός αθλητής, αλλά κι ένας μεγάλος Νεοέλληνας: η νίκη του κινητοποίησε την ελληνοαμερικανική κοινότητα που έσπευσε να βοηθήσει την Ελλάδα η οποία ζούσε τα μεταπολεμικά της δράματα. Κι αυτός, αν ήμασταν Αμερικάνοι, Αγγλοι ή έστω Ιταλοί, θα είχε την ταινία που του αξίζει –μια ταινία που θα συνδύαζε, όπως και στην περίπτωση του Λούη, μια μεγάλη επιτυχία με την αναβίωση μιας εποχής μακρινής, αλλά σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερης.

Σύμπαν

Είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν εκεί έξω και πολλοί ακόμα ήρωες αθλητές πάνω στους οποίους θα μπορούσαν να χτιστούν κινηματογραφικές ιστορίες καταπληκτικές. Από την άλλη συχνά σκέφτομαι πως είναι και καλύτερα να τους αφήσουμε όλους ήσυχους στη θαυμάσια θέση που έχουν στο μικρό αθλητικό μας σύμπαν γιατί κινδυνεύουμε να τους κακοποιήσουμε αν τους κάνουμε κινηματογραφικούς ήρωες –δεν υπάρχει στα πέριξ το ταλέντο που απαιτεί η αφήγηση ιστοριών τόσο σύνθετων. Και ο συναισθηματισμός, που στην περίπτωση του Μπουλμέτη λειτουργεί ως βάση για την αφήγηση του έπους του «1968», δεν είναι πάντα και η καλύτερη πυξίδα.

Νοσταλγοί

Καλό ήταν το «1968», αλλά τρέμω στην ιδέα της αναβίωσης του έπους του Γουέμπλεϊ, π.χ.: μπορεί εύκολα να φτάσουμε να τσακωνόμαστε μεταξύ μας για τον ρόλο της χούντας. Επίσης, μια ταινία με θέμα την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου από τον πρίγκιπα τότε και μετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης στην ιστιοπλοΐα το 1960 δεν είναι καλή ιδέα. Οι νοσταλγοί της βασιλείας θα συγκινηθούν, αλλά είναι λίγοι…