Ηταν η πιο πρόσφατη «ευχάριστη έκπληξη» για τους έλληνες αναγνώστες: στο λογοτεχνικό ντεμπούτο του ιταλού Τζόρτζιο Βάστα με τίτλο «Ο χρόνος που δεν είχα» Καστανιώτης, 2017, μτφ. Αμπυ Ράικου), ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης με φόντο την Ιταλία των Ερυθρών Ταξιαρχιών, την απαγωγή του Αλντο Μόρο και την αλλαγή πολιτικής σελίδας για μια ολόκληρη χώρα, κάνει ένα πέρασμα ο σκηνοθέτης Σταύρος Τορνές.

Ο νεαρός πρωταγωνιστής του βιβλίου, γοητευμένος από τη δράση των Ταξιαρχιών και κουρασμένος από τον επαρχιωτισμό της γενέτειράς του, στο Παλέρμο, συναντά συντρόφους του σε μια αυτοσχέδια κινηματογραφική λέσχη και παρακολουθεί ταινίες «σπάνιες, μαχητικές». Μία από αυτές είναι το «Κοάττι» του Τορνέ, το οποίο προλογίζει ο υπεύθυνος: «Λέει ότι ο Σταύρος είναι έλληνας αλλά έζησε πολλά χρόνια στην Ιταλία δουλεύοντας ως ηθοποιός κι εργάτης. Η ταινία του είναι γυρισμένη στη Ρώμη και παίζει ο ίδιος. Πρόκειται, συνεχίζει, για μια ταινία που στις πιο σκόπιμα παράδοξες στιγμές της, στις οποίες μπορούμε να αναγνωρίσουμε την γκροτέσκα παθητικότητα της χώρας μας, εναλλάσσει κοινωνιολογικές αναλύσεις με στιγμές έντονης κριτικής της πραγματικότητας, του αφοπλισμένου πλέον νοήματος και του θανάτου».

Το «καμεό» του Τορνέ δεν συνιστά βέβαια κάποια σπάνια τύχη: σταχυολογώντας από την ξένη λογοτεχνία των τελευταίων δεκαετιών, μπορεί κανείς να συναντήσει και μια εμφάνιση της Νάνας Μούσχουρη στο «Αυτό είν’ όλο» του Τζέιμς Σόλτερ (Αλεξάνδρεια, 2014, μτφ. Αθηνά Δημητριάδου), ένα μυθιστόρημα με ήρωα έναν αμερικανό πρώην αξιωματικό, που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διαπρέπει στο χώρο των εκδόσεων, αποτυγχάνει όμως στον έρωτα. Η γυναίκα που ποθεί γνωρίζει καλά την Ελλάδα κι εκείνος, «τη φανταζόταν αυτή την Ελλάδα –τη Θεσσαλονίκη, τα Κύθηρα, τις μαυροντυμένες γυναίκες, τις λευκές βάρκες που ένωναν τα νησιά μεταξύ τους. Δεν είχε πάει ποτέ του. Είχε διαβάσει τον Κολοσσό του Μαρουσιού, ξέφρενο και υπερβολικό, είχε διαβάσει Ομηρο, είδε δει την «Αντιγόνη» και τη «Μήδεια», είχε ακούσει τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη, υπέροχη, να ξεχειλίζει ζωή. Όχι ταυτόχρονα αλλά σχεδόν έφερε στο νου του… τη Μαρία Κάλλας». Σκιαγραφείται άραγε κάποιο απολύτως σταθερό μοτίβο στην αντιμετώπιση των ελλήνων δημιουργών και των έργων τους από τους ξένους λογοτέχνες. Η αλήθεια είναι πως έχουν περάσει χρόνια από τον εξωτισμό ή τη γοητεία που ξυπνούσε η Ελλάδα στον Χένρι Μίλερ ή τον Τζον Φόουλς. Ο Τορνές ή η Μούσχουρη, μοιάζουν να ανήκουν σε ένα διεθνές σύμπαν λαϊκού πολιτισμού, ανοιχτό σε κάθε ενδιαφερόμενο με πρόσβαση σε μια ταινιοθήκη ή έναν υπολογιστή. «Η εξωτιστική ματιά μπορεί να υπήρχε παλιότερα, οι συγγραφείς όμως στρέφονται προφανώς στις καλλιτεχνικές δημιουργίες που τους ενδιαφέρουν προσωπικά», υπενθυμίζει ο συγγραφέας και μεταφραστής Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης. «Δεν έχουν πια την νοοτροπία ότι κοιτώντας την Ελλάδα, βλέπουν κάτι εξωτικό. Η χώρα εξάλλου, με όλα τα στραβά της, εντάσσεται στην διεθνή πολιτιστική βιομηχανία και στη μεταμοντέρνα συνθήκη. Έχει διευκολυνθεί και η μετακίνηση -δεν κυριαρχούν το φαντασιακό και οι μύθοι που παράγει».

ΠΙΝΤΣΟΝ ΚΑΙ ΦΡΑΝΖΕΝ. Εκτός από τη φωνή της Μούσχουρη, εκείνη της Ρόζας Εσκενάζυ ακούγεται στο «Εμφυτο ελάττωμα» του Τόμας Πίντσον (Καστανιώτης, 2011, μτφ. Γιώργος Κυριαζής). Ο πρωταγωνιστής, ονόματι Ντοκ Σπορτέλο, ένας ντετέκτιβ στο Λος Αντζελες του 1970, κάνει παρέα με τον Τίτο Σταύρου, έναν έλληνα που ακούει μανιωδώς Εσκενάζυ στο κασετόφωνο της λιμουζίνας του. «Ακου την, τη λατρεύω αυτή την τύπισσα, ήταν η Μπέσι Σμιθ της εποχής της, τραγουδούσε με την ψυχή», λέει. «Τι άτιμο μεράκι, ποιος δεν το ‘χει νιώσει αυτό, ρε φίλε; Μια ανάγκη τόσο απεγνωσμένη, τόσο εξευτελιστική, που ό,τι κι αν πεις γι’ αυτή θα είναι τρίχες». Στο επόμενο μυθιστόρημά του, στην «Υπεραιχμή» (Ψυχογιός, 2014, μτφ. Γιώργος Κυριαζής), ο Πίντσον στρέφει τη ματιά του στον κινηματογράφο: «Εχεις δει εκείνη την ταινία, τον «Αλέξη Ζορμπά» (1964); Θυμάσαι που μόλις πεθαίνει εκείνη η κυρία, οι χωρικοί μπαίνουν και παίρνουν όλα της τα πράγματα; Ε, αυτό εδώ είναι ο «Αλέξης Ζορμπάς»», λέει στην κεντρική ηρωίδα, Μαξίν Τάρνοου, η υπάλληλος μιας ρημαγμένης εταιρείας. Επίσης κινηματογραφικού ενδιαφέροντος είναι και η ελληνική παρουσία στην «Ελευθερία» του Τζόναθαν Φράνζεν (Ωκεανίδα, 2011, μτφ. Ρένα Χατχούτ), με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, Πάτι και Γουόλτερ Μπέργκλαντ, να παρακολουθεί τον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου. Ο μεν Γουόλτερ ερμηνεύει την ταινία σαν μια πολιτική παραβολή της μεταπολεμικής Ελλάδας, όπου ο «Δράκος» συμβολίζει τον «βίαιο αγώνα κατά της καταστολής της Δεξιάς» και των ΗΠΑ, ενώ η Πάτι, την διαβάζει με πιο ψυχολογικούς όρους, περιγράφοντας τον Ντίνο Ηλιόπουλο σαν «ένα υπεύθυνο και συνεσταλμένο άτομο», που «ποτέ δεν ένιωσε αληθινά ζωντανός μέχρι που τον πέρασαν κατά λάθος για τον Δράκο».

Να οδηγούνται άραγε οι αναγνώστες στην αναζήτηση περισσότερων πληροφοριών για τον Τορνέ, την Εσκενάζυ, τον Ηλιόπουλο; Σίγουρα, πιστεύει ο Μπαμπασάκης και φέρνει σαν παράδειγμα τον «Αγγλο ασθενή» που αύξησε τις πωλήσεις του Ηροδότου, αγαπημένου αναγνώσματος της πρωταγωνίστριας. «Πρόκειται για ταινία, ωστόσο οι αναγνώστες του Φράνζεν ή του Πίντσον είναι ήδη ψαγμένοι και θα ψαχτούν κι άλλο. Κάποιος μουσικόφιλος, θα αναζητήσει αυτή την Εσκενάζυ, που θυμίζει τη Μπέσι Σμιθ». Ισως μάλιστα το 2012 να αυξήθηκε κατά τι το όποιο διεθνές ενδιαφέρον για τις ταινίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη, η οποία κοσμεί το εξώφυλλο του «Artful» της Αλι Σμιθ –η σκωτσέζα συγγραφέας έχει εκφράσει την αγάπη της για την ελληνίδα ηθοποιό. Αντιστοίχως, ίσως ο Καβάφης να αύξησε λίγο ακόμα τις πωλήσεις του έπειτα από το πέρασμά του στους «Άσωτους» του Γκρεγκ Τζάκσον (Αντίποδες, 2017, μτφ. Παναγιώτης Κεχαγιάς).

Αλλη λειτουργία της λογοτεχνίας βέβαια έχει σημασία εδώ. «Πιστεύω ότι έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία πολιτισμικών ανταλλαγών», λέει ο Μπαμπασάκης. «Ο Φράνζεν έχει δηλώσει σε συνέντευξή του ότι είχε δει τον «Δράκο» σε μια κινηματογραφική λέσχη εντυπωσιασμένος. Αντίστοιχα κι ο μεταφραστής του Τζάκσον, Παναγιώτης Κεχαγιάς, έχει εμπνευστεί στη δική του συλλογή διηγημάτων (σ.σ. «Τελευταία Προειδοποίηση», Αντίποδες, 2016), από τον αμερικανό εξερευνητή Χιου Γκλας. Επικοινωνούν και με αυτόν τον τρόπο οι πολιτισμοί. Καταργώντας σύνορα και πεπαλαιωμένες νοοτροπίες, έστω εντός μιας μειοψηφίας ανθρώπων βυθισμένων στον κινηματογράφο, τη μουσική, τη λογοτεχνία. Υπάρχει μεταξύ τους μια παγκοσμιότητα. Μια συνεννόηση σε άλλο επίπεδο».