Ηταν περίπου δυόμισι το μεσημέρι και βρισκόμουν στο κάτω μέρος της Πλατείας Συντάγματος, στην αρχή της Καραγεώργη Σερβίας. Ο κόσμος εκεί ήταν πολύ πυκνός, με δυσκολία διέσχιζες το πλήθος. Τριγύρω αντηχούσε αυτή η απροσδιόριστη βουή, χαρακτηριστική της πολύ μεγάλης συγκέντρωσης ανθρώπων. Πολλές φωνές που ενώνονται σε έναν ενιαίο ήχο. Ξαφνικά λες και αυτονομήθηκε αυτή η βουή, απέκτησε μια δική της ξεχωριστή οντότητα που πέρασε σαν κύμα πάνω από την πλατεία και απλώθηκε στους γύρω δρόμους. «Ο Θεοδωράκης, ο Θεοδωράκης, έρχεται ο Μίκης» πληροφόρησαν τους πιο πίσω οι πιο μπροστά που είχαν καταφέρει να χωθούν σε ένα ταχυφαγείο και έβλεπαν ζωντανή εικόνα από την τηλεόραση. Αυτή που είδα κι εγώ αργότερα γιατί, εκείνη τη στιγμή, μόνο ακουστική επαφή μπορούσα να έχω με τα τεκταινόμενα. Ο Μίκης (που μέχρι τότε βρισκόταν σε παρακείμενο ξενοδοχείο) περνούσε μέσα από τον κόσμο για να φτάσει την εξέδρα που είχε στηθεί μπροστά στη Βουλή. Από τα μεγάφωνα ακουγόταν το «Σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες». Οι ελληνικές σημαίες άρχισαν να κινούνται ρυθμικά. Και η βουή έγινε ο ήχος της αποθέωσης. Χωρίς συγκεκριμένες λέξεις.

Η κορυφαία στιγμή

Αυτή ήταν η κορυφαία στιγμή του χθεσινού συλλαλητηρίου, σε αυτήν εστίασαν ακόμη και οι επικριτές του. Ο Θεοδωράκης εμφανίζεται πλέον πολύ σπάνια και ενώ διαβάζουμε από καιρού εις καιρόν κάποιες ανακοινώσεις του, έχουμε χρόνια να ακούσουμε ζωντανά τη φωνή του. Χθες όμως αψήφησε τα προβλήματα της υγείας του και τη βαριά ατμόσφαιρα που προκαλούσαν τα υψηλά επίπεδα υγρασίας και ανέβηκε στην εξέδρα όπως είχε υποσχεθεί. Αυτές οι συγκεντρώσεις θέλουν έναν κεντρικό ομιλητή που μπορεί να ενθουσιάσει, να συναρπάσει, να εμπνεύσει συνθήματα, ακόμη και αν ο κόσμος από κάτω δεν ακούει ή δεν προσέχει ακριβώς αυτά που λέει.

Τον Μίκη όμως και τον άκουγαν και τον πρόσεχαν. Με την πρώτη λέξη του μία σιωπή απλώθηκε στο πλήθος. Σαν να έβαλε κάποιος στο mute τον «διακόπτη κοινού». Και ακουγόταν μόνο η φωνή του, πιο αδύναμη απ’ όσο παλαιότερα αλλά διατηρώντας στο ακέραιο τον περίφημο «θεοδωρακικό» οίστρο. «Καλοί μου Ελληνες, αδέρφια μου φασίστες, ρατσιστές, αναρχικοί, τρομοκράτες, τραμπούκοι. Θα μάθατε ασφαλώς ότι οι πατριώτες που μας κυβερνούν και τα βαποράκια τους, οι αριστεριστές, έριξαν μπογιές για να με εμποδίσουν να μιλήσω μπροστά σε εσένα κυρίαρχε λαέ. Για να μη σου μιλήσω με λόγια σταράτα, πατριωτικά, φλογερά και ασυμβίβαστα, όπως έμαθα να μιλώ σε όλη μου τη ζωή» ήταν οι πρώτες του κουβέντες. Ο Θεοδωράκης δεν «στρογγυλεύει» τα λόγια του, με πλήρη επίγνωση ότι μπορεί να αμφισβητηθεί με ακραίο τρόπο, στην προκειμένη περίπτωση κυρίως από αυτούς που στο παρελθόν τον έχουν επευφημήσει και ακολουθήσει στις ιδέες του. Χωρίς να έχει χάσει, στα 93 του χρόνια, τη μαχητικότητα του λόγου του αναφέρθηκε στην επίθεση που έγινε το Σάββατο στο σπίτι του, ειρωνευόμενος συγχρόνως αυτούς που έσπευσαν να χαρίσουν στον φασισμό και στον ρατσισμό της Χρυσής Αυγής όλους αυτούς που κατέβηκαν στο συλλαλητήριο.

Ούτως ή άλλως όμως, δεν χρειαζόταν να το πει. Ο Μίκης αποτελεί, ακόμη και για τους όψιμους επικριτές του, ένα σύμβολο αγώνα. Και εφόσον η πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων, η παρουσία του στο συλλαλητήριο το «αποφασιστοποιεί» έστω και συνειρμικά. Ο,τι και να του προσάψει κάποιος –την αναμόχλευση, αποκλειστικά, του θυμικού, για παράδειγμα –δεν μπορεί να τον βάλει στο ίδιο κάδρο με ναζιστές και φασίστες. Θα ‘ναι σαν να σε κλωτσάει η εικόνα από μόνη της.

Η συγκίνηση μετουσιώνεται

Πίσω στο συλλαλητήριο. Ο Μίκης συνεχίζει τον λόγο του και συγκινεί. Και η συγκίνηση μετουσιώνεται για τον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες και τις αδυναμίες του. Μπροστά μου είναι ένα νεαρό ζευγάρι, όχι πολύ πάνω από τα είκοσι. Σε κάθε αποστροφή του λόγου του ο νεαρός δίνει ένα ηχηρό φιλί στη φιλενάδα. Παραδίπλα, μία γυναίκα πάνω από τα 70 έχει δακρύσει και σκουπίζει τα μάτια της με την άκρη της νάιλον σημαίας. Τη ρωτάω γιατί κλαίει. Μου λέει ότι θυμήθηκε τον άντρα της. Και συνεχίζει να ακούει την ομιλία. «Το πνεύμα, ο νους, ανθίζουν με τον Θαλή, τον Θουκυδίδη, τον Πρωταγόρα, τους τραγικούς, την τόλμη του Θεμιστοκλή και του Κολοκοτρώνη. Φίλοι και φίλες, αφιερώνω την ομιλία μου στον Ελληνα που μας έβγαλε από τον οθωμανικό ζυγό και που πέθανε σαν σήμερα, στις 4 Φλεβάρη 1843, στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Εγώ δεν ντρέπομαι όπως οι εθνομηδενιστές που μας κυβερνούν, να παραμείνω πιστός στις ιερές αξίες των προγόνων μας που μας δίδαξαν την αγάπη και τη θυσία για την πατρίδα. Μια πατρίδα που σέβεται και αγαπά όλες τις πατρίδες του κόσμου». Σταματάει να πάρει μια ανάσα. Οποιος γνωρίζει τα προβλήματα της υγείας του ξέρει ότι αυτή η προσπάθεια είναι στα όρια των αντοχών του. Ζητάει λίγο νερό. «Ελληνικό νερό, μακεδονικό» λέει και συνεχίζει: «Ναι, είμαι πατριώτης διεθνιστής και συνάμα περιφρονώ και μάχομαι τον φασισμό σε όλους του τις μορφές και προπαντός στην πιο πολύ απατηλή και επικίνδυνη μορφή, την αριστερόστροφη, σαν αυτή με τις ομαδούλες των εξτρεμιστών που είναι σκέτοι δειλοί τρομοκράτες. Σαν αυτή των μειοψηφιών που μας κυβερνούν και καταστρέφουν τη χώρα μας, οχυρωμένοι πίσω από τις εκλογικές αλχημείες των πολιτικών που είναι θλιβερές αποφύσεις ενός συστήματος που μας δαγκώνει και μας πονά επειδή πεθαίνει και το ξέρει και γι’ αυτό είναι ακόμη πιο επικίνδυνο».

Παρατηρώντας τον κόσμο

Οφείλω να ομολογήσω ότι άκουγα λιγότερο τον Μίκη και παρατηρούσα περισσότερο τον κόσμο γύρω μου. Για να διαπιστώσω αυτό που είχα αντιληφθεί στη συναυλία για τα 90 του χρόνια στο Ηρώδειο, λίγες μέρες μετά το δημοψήφισμα. Ετσι και τότε παρακολουθούσα τον κόσμο που τον επευφημούσε, τραγουδώντας τα τραγούδια του. Και έβλεπα, επηρεασμένη από ό,τι είχε προηγηθεί, αριστερούς και δεξιούς, αστούς και «προλετάριους», ευρωπαϊστές και δραχμιστές με όλες τις ερμηνείες, τις αναγωγές και τις αποχρώσεις που έχουν πλέον αυτοί προσδιορισμοί. Και διαπίστωνα ότι με το ίδιο πάθος και την ίδια συγκίνηση ταυτίζονταν με τα τραγούδια, προβάλλοντας σε αυτά διαφορετικές αγωνίες και μηνύματα. Το ίδιο νομίζω ότι συνέβη και χθες. Αυτό λίγοι άνθρωποι το έχουν καταφέρει είτε με την προσωπικότητα είτε με το έργο τους. Και στην Ελλάδα δεν ξέρω να υπάρχουν πολλοί εκτός από τον Θεοδωράκη.

Είτε συμφωνεί κάποιος είτε διαφωνεί με την ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη (που τέλειωσε ζητώντας δημοψήφισμα για το Σκοπιανό) το σίγουρο είναι ότι σφράγισε το συλλαλητήριο και θα μείνει ιστορική. Σαν αλάτι της Ιστορίας. Εξάλλου, όταν ο κόσμος φώναζε «Μίκη αλλάζεις την Ιστορία», εγώ, που μια ροπή στην ποίηση την έχω, νόμιζα ότι φώναζαν «Μίκη, αλάτι της Ιστορίας». Μόνο όταν αργότερα το είδα στην τηλεόραση κατάλαβα τι έλεγαν. Εχει καμία σημασία όμως; Το ίδιο δεν είναι άλλωστε;