Από την αρχή των Μνημονίων το 2010, οι βαθμοί ελευθερίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής μειώθηκαν στο ελάχιστο. Το πλαίσιο πολιτικής που δεσμεύτηκε η χώρα μας να εφαρμόσει για να μπορεί να χρηματοδοτεί τις υποχρεώσεις της περιελάμβανε συγκεκριμένους στόχους, τόσο στο δημοσιονομικό πεδίο όσο και στις διαρθρωτικές πολιτικές. Σε καιρό κρίσης, αυτό ήταν αναπόφευκτο –και όχι απαραίτητα αρνητικό. Είδαμε εξάλλου τα αποτελέσματα άσκησης μιας ανεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής από την κυβέρνηση πριν από το 2009 αλλά και την πολιτική δειλία διαδοχικών κυβερνήσεων να προωθήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Στα δημοσιονομικά, τα Μνημόνια προέβλεπαν (και προβλέπουν) υποχρέωση για συγκεκριμένη διόρθωση κάθε χρόνο και μαζί τα ανάλογα μέτρα. Και ναι μεν οι πιστωτές επέμειναν ότι το μείγμα των μέτρων αποτελούσε πάντα «επιλογή της κυβέρνησης», στην πράξη όμως το μέγεθος του προβλήματος, τα αυστηρά κριτήρια αλλά και η καχυποψία των πιστωτών σήμαιναν πως ελάχιστο περιθώριο υπήρξε για επιλογές. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξαν διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα, στο πρώτο Μνημόνιο η έμφαση της προσαρμογής (παρά τη λανθασμένη δημόσια αντίληψη περί του αντιθέτου) έπεσε περισσότερο στο σκέλος των δαπανών. Στο δεύτερο Μνημόνιο πέρασε συγκριτικά περισσότερο στα έσοδα, ενώ στο τρίτο το σύνολο σχεδόν της προσαρμογής προέρχεται από τους φόρους.

Αντίστοιχα και στα διαρθρωτικά. Ελάχιστες φορές οι ελληνικές κυβερνήσεις έφερναν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης εναλλακτικές ή συμπληρωματικές προτάσεις για μεταρρυθμίσεις. Οταν δε το έκαναν, ήταν συνήθως για να αποφύγουν τις υποχρεώσεις τους –μάχες οπισθοφυλακής. Μάλιστα, συνέβη το αντίθετο· σε αποτέλεσμα της προσπάθειας αναβολής ή αποφυγής υλοποίησης μέτρων από την ελληνική πλευρά, αντί να αρθρώνεται σταδιακά μια «εγχώρια» μεταρρυθμιστική ατζέντα, πολλαπλασιάστηκε ο βαθμός επιβολής τής (σε μεγάλο βαθμό σωστής) ατζέντας των πιστωτών.

Και τώρα; Καθώς περνάμε σταδιακά στη μεταμνημονιακή περίοδο, «κληρονομείται» φυσικά σειρά υποχρεώσεων. Αλλά σε μια δημοκρατία πρέπει πάντα να υπάρχουν επιλογές στην οικονομική πολιτική και διαφορετικές προτάσεις. Δυστυχώς όμως σήμερα από τα πολιτικά κόμματα δεν ακούμε σχεδόν τίποτα. Η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί να παρουσιάσει ένα αναπτυξιακό σχέδιο –αλλά είναι η μόνη μνημονιακή υποχρέωση που δεν υλοποίησε. Η ΝΔ εξαντλείται στην ανακοίνωση μείωσης κάποιων φόρων, χωρίς όμως μια συνολική οικονομική προσέγγιση. Και το Κίνημα Αλλαγής –ο πολιτικός χώρος που έλαβε τις πιο δύσκολες αποφάσεις στη διαχείριση της κρίσης και άρα θα έπρεπε να έχει άποψη και προτάσεις –δυσκολεύεται να ομογενοποιηθεί πολιτικά, πόσω μάλλον να εκφράσει μια συνεκτική νέα οικονομική πρόταση.

Το πεδίο είναι βέβαια ευρύ. Ενδεικτικά: το δημοσιονομικό μείγμα για να επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο πρωτογενές πλεόνασμα· στις δαπάνες, η ανακατανομή στις διάφορες κατηγορίες (μισθοί, συντάξεις, επιδόματα, καταναλωτικές, επενδυτικές)· στα έσοδα, η έμφαση σε φόρους κατανάλωσης, φυσικών ή νομικών προσώπων. Αλλά και στα διαρθρωτικά: τα όρια δημοσίου και ιδιωτικού και ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους· ο βαθμός ρύθμισης / απορρύθμισης στην αγορά εργασίας· οι γενικές ή επιλεκτικές παροχές· οι παράμετροι του συνταξιοδοτικού μοντέλου της χώρας· οι συνθήκες πλαισίου και ο ρόλος μιας κλαδικής πολιτικής· κ.ο.κ.

Περιμένουμε λοιπόν –και ακούμε προσεκτικά όποιον έχει κάτι συγκεκριμένο να πει.

Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου είναι πρώην υπουργός