Υπέρ των πλειστηριασμών, αίφνης, ο στρατηγικός σύμβουλος. Το τραγικό δίλημμα θα προκύψει γι’ αυτόν αν βγει –υποθετικά –στο σφυρί καμιά βίλα της Ελένης Μενεγάκη, κάτι που προφανώς αποκλείεται. Τότε τι θα λέει; Βέβαια θα έχει μιαν ευκαιρία να σώσει την ωραία Ελένη. Θα εκδηλώσει, όμως, το ιπποτικό, προστατευτικό του πνεύμα, ίσως προδίδοντας ακόμα και την ίδια την Καμενο-επανάσταση; (Τι Καμένος, τι Κάμενεφ).

Οφείλει να την προδώσει. Διότι ο έρωτας είναι ανώτερος του ταξικού μίσους. Το υπερβαίνει. Το πάθος είναι διαταξικό, υπονομεύει ακόμα και την ίδια την ουσία του ακροδεξιο-μαρξισμού. Ανατινάζει τον Ενγκελς και ξεφτιλίζει όχι μόνο τον Μαρκούζε, αλλά ολόκληρη τη Σχολή της Φρανκφούρτης και τους κατοπινούς. Ντεριντάχτα ο Ντεριντά. Και μπορεί το ρατσιστικό μίσος να είναι απεχθές, αλλά το ταξικό μίσος, δηλαδή το να μισείς τον συμπατριώτη σου επειδή βγάζει ένα, δύο, ή περισσότερα χιλιάρικα παραπάνω είναι θεμιτό, νόμιμο και ουμανιστικό. Σχεδόν φιλανθρωπία στα όρια της ευεργεσίας. Το να είσαι, δε, φτωχός είναι μεγάλη επιτυχία, (χολέρα η καριέρα), είναι στόχος ζωής. Κι οφείλουμε όλοι να γίνουμε από ενδεείς έως φτωχομπινέδες, γονυπετώς εξαρτώμενοι απ’ τα μερίσματα και τις λοταρίες του κόμματος, εξαχρειωμένοι, σωστοί άνθρωποι, ηθικοί επαναστάτες του φρέντο καπουτσίνο.

Κι αντίθετα: όποιος εργάστηκε σκληρά, πέτυχε κι έκανε κάποια περιουσία μέτρια ή μεγαλύτερη είναι κατά τεκμήριον ένοχος, κλέφτης, λαμόγιο, και πρέπει να συλληφθεί αμέσως. Οποιος διάγει αξιοπρεπώς οφείλει να πληρώνει γι’ αυτή του την ανεπίτρεπτη επιτυχία. Να θεραπεύσει τα συμπλέγματα και τις κύστες της φθονερής μιζέριας και του ουμανισμού διαφόρων –αν και η λέξη ουμανισμός δεν περιέχει κανένα ταξικό πρόσημο. Εκτός κι αν άνθρωποι είναι όσοι έχουν εισόδημα από εφτακόσια ευρώ και κάτω, και όλοι οι λοιποί είναι κροκόδειλοι. Είναι εγκληματίες και δικαίως προορίζονται για γδάρσιμο, αλλά και για πολύ χειρότερα που κάποιοι ονειρεύονται, παρότι ευτυχώς, δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν, γιατί δεν ζούμε στην Καμπότζη του ’75-’76, αλλά στην Ευρώπη, την οποία επαινούν αν και χαμογελώντας την απεχθάνονται. (Το ξέρουμε).

Η λέξη «μισαριστεία» είναι αρχαιοελληνική και σημαίνει μίσος για τους αρίστους, φθόνο, μνησικακία για όσους πέτυχαν –άρα αυτό το άθλημα της μιζέριας το καλλιεργούσαμε απ’ τους αρχαίους χρόνους. Απλώς τώρα ο φθόνος έγινε «ταξικό μίσος», πασκίζει δηλαδή να νομιμοποιηθεί περιβαλλόμενος τον μανδύα της ιδεολογίας. Μίσος που θέλει να αυτο-αθωωθεί, εμφανιζόμενο ως δήθεν αγάπη για κάποιους άλλους –οι αρχαίοι έλεγαν όμως και κάτι πιο σημαντικό: «Κανείς δεν μπορεί να πείσει ότι αγαπάει τους ξένους, όταν μισεί τους συμπολίτες του. Ισα ίσα, επειδή μισεί τους συμπολίτες του υποδύεται ότι αγαπάει τους ξένους». Ισχύει; Ενδεχομένως.

Λοιπόν, βλέπουμε το ανατριχιαστικό σύνθημα στους τοίχους και κοντεύει να μας φανεί φυσιολογικό, απ’ την πολλή προπαγάνδα: «ΤΑΞΙΚΟ ΜΙΣΟΣ». Τι θα πει αυτό; Είναι το καλό μίσος. Είναι το αγαπητικό μίσος. Ευαγές, τρυφερό, φιλάνθρωπο. Μίσος αλληλεγγύης. Odi et amo, κατά τον Ρωμαίο Κάτουλλο; («Μισώ κι αγαπώ», συγχρόνως). Την σκότωσα γιατί την αγαπούσα.

Και από το μη ταξικό σύνθημα «Κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη», φτάσαμε στο «Εξαρτάται ποιο σπίτι». Και ποιος βάζει το όριο και με ποια κριτήρια; Ο στρατηγικός σύμβουλος, βέβαια. Δηλαδή όποιος πλούσιος (τρόπος του λέγειν) χάσει το σπίτι του είναι απατεώνας, κι όποιος φτωχός το απολέσει είναι έντιμος. Από πού προκύπτει; Και ας πούμε ότι βάσει νόμου πρέπει να γίνει ένας πλειστηριασμός. Λυπούμαστε, αλλά ας πούμε ότι συμφωνούμε. Αλλά από το σημείο αυτό μέχρι να επιχαίρεις, να χειροκροτείς από ευτυχία, επειδή κάποιος, πλούσιος ή φτωχός, χάνει την περιουσία του, η απόσταση είναι τεράστια. Το να επιχαίρει κάποιος δεν έχει σχέση με τον νόμο, την ιδεολογία, ή την πολιτική, αλλά με την μαύρη του ψυχή. Με τα κόμπλεξ του, την ανεπάρκειά του, το απεχθές μίσος του –το πιο ωραίο είναι ότι έρχεται μετά αυτός ο ίδιος να μας διδάξει αγάπη για τον πρόσφυγα. Σωστά. Αλλά αν ο πρόσφυγας είναι πλούσιος; Πάμπλουτος; Πού το ξέρουμε; Και τότε τι πρέπει να κάνουμε; Να τον αγαπάμε επειδή είναι πρόσφυγας, αλλά να τον μισούμε ταυτόχρονα επειδή είναι πλούσιος; Κι αν ο εξουθενωμένος, δυστυχής Σύρος έχει μια βίλα 700.000 ευρώ που βομβαρδίστηκε στη Δαμασκό, αλλά διαθέτει ασφάλεια σπιτιού, τι πρέπει να κάνουμε απ’ τα δύο; (Τη λύση δίνουν τα χάπια).

Και να πούμε και το άλλο: ας υποθέσουμε ότι πάει σε πλειστηριασμό μια βίλα 700.000 ευρώ. Ποιος θα την αγοράσει; Δεν θα την πάρει πάλι κάποιος πλούσιος; Φτωχοί θα την μοιραστούν; Αρα το θέμα ποιο είναι, το ότι θα αλλάξει χέρια και θα πάει σε κάποιον, πλούσιο πάλι, που μπορεί να την έχει; Ή μήπως η τράπεζα που θα πάρει κάποια λεφτά, τώρα έγινε αιφνιδίως καλή, ενώ μέχρι χθες ήταν κακή, το έμβλημα του καπιταλισμού; Ναι, τώρα είναι καλή. Πρέπει να σωθεί. Για αύριο βλέπουμε. Κι εξάλλου, όλη αυτή η διαδικασία των πλειστηριασμών δεν είναι η αποθέωση του ωφελιμισμού της αστικής δημοκρατίας την οποία υποτίθεται ότι πολεμούν οι στρατηγικοί σύμβουλοι (και οι κάπως σοβαρότεροι) της Καμενο-επανάστασης;

Φετιχοποιούμε την φτώχεια, ώστε η φτώχεια να μας ξαναψηφίσει, για να μην είμαστε εμείς φτωχοί. Σωστά. Η άρνηση της άρνησης είναι θέση. Μια θέση στο Δημόσιο.

Αρα: Κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη. (Ούτε φρονιμίτη). Κανένα σπίτι στα χέρια δήθεν Κνίτη. (Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός). Με την ραδιουργία σου μπουζούριασα τον Χίτη. (Ασχετο –του Μάρκου). Που σημαίνει ότι δυνητικά, μια Μενεγάκη (αθέλητα) ίσως μπορεί να μας σώσει –αλλά και πάλι μου φαίνεται ακατόρθωτο. Μόνο άμα βγει καμιά τραγουδίστρια αντισυστημική του σταρ σύστεμ στο βουνό, στα Τρία-Πέντε Πηγάδια, κι αρχίσουν τα τροτσκιστικά πυρά (και μπαμ και μπουμ οι κουμπουριές), μόνον τότε θα σωθούμε πράγματι απ’ την δικτατορία της Ευρώπης. Μαζί της. Αστοί, αστοί, ετοιμάζω τα φυσικλίκια χιαστί.