Η τιμή της ζωής, η αξία της φιλίας, η δύναμη του έρωτα, η αφοσίωση στην επιτυχία, το χρώμα του χρήματος: όλα μπορούν να ανατραπούν. Τι απομένει λοιπόν; Τα «7 χρόνια» είναι μια παράσταση που έρχεται σιγά σιγά να ανατρέψει όλα όσα έχει φτιάξει ο σύγχρονος άνθρωπος. Κι αν το θέμα δεν είναι πρωτότυπο κι αν ο προβληματισμός του έχει εκφραστεί με βαθύτερους τρόπους, η παράσταση στο Αποθήκη το κάνει έξυπνα, πρωτότυπα και μοντέρνα. Και το κάνει καλά.

Προσαρμογή της ομώνυμης κινηματογραφικής ταινίας, ισπανικής παραγωγής (2016) των Χοσέ Καμπέθα & Κρίστινα Κόντι σε σκηνοθεσία Ρότζερ Γκουάλ («7 anos», Jose Cabeza & Cristian Conti / Roger Gual), πραγματεύεται τις σχέσεις των ανθρώπων υπό το βάρος ενός έκτακτου γεγονότος, το οποίο και θα καθορίσει το μέλλον τους.

Τέσσερις συνεταίροι και φίλοι καλούνται να θυσιάσουν έναν εξ αυτών, ώστε να διασωθεί η εταιρεία τους, εξαιτίας ενός οικονομικού σκανδάλου στον οποίο έχουν οι ίδιοι την ευθύνη. Η θυσία μεταφράζεται σε επτά χρόνια φυλάκισης. Ποιος θα το κάνει και κυρίως, ποιος θα το αποφασίσει; Ενας διαμεσολαβητής καλείται να συμβάλει και να διευκολύνει τη λύση στο πρόβλημα. Ολοι μαζί, κλεισμένοι στα γραφεία της εταιρείας, βρίσκονται ήδη φυλακισμένοι, σαν άγρια θηρία…

Εχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται το έργο, βήμα βήμα, θέτοντας, σχεδόν κυκλικά, όλους, σε αμφισβήτηση. Σταδιακά αποκαλύπτονται μυστικά και ψέματα, αποδομούνται σχέσεις, έρωτες, οικογένειες, φιλίες καθώς η πραγματικότητα εμφανίζεται πεντακάθαρα. Με σχεδόν ψυχολογικούς όρους και υπό την καθοδήγηση του διαμεσολαβητή, η τετράδα οδηγείται στα όριά της και μαζί στη λύση.

Με τα «7 χρόνια» ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος κάνει ουσιαστικά την είσοδό του στο θέατρο ως σκηνοθέτης, έχοντας, ώς τώρα, στο ενεργητικό του, παραστάσεις για παιδιά –σε συν-σκηνοθεσία με την Κατερίνα Παπαδάκη. Ο 38χρονος ηθοποιός, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης, με την ήδη εικοσαετή πορεία του στον χώρο, μεταφέρει στην παράσταση τα χαρακτηριστικά της «πρώτης φοράς»: φρεσκάδα, έμπνευση, ενθουσιασμό, πρωτοτυπία, και μαζί, μια γερή υποκριτική ομάδα.

Η σκηνοθεσία του Παπασπηλιόπουλου, σύγχρονη, χωρίς υπερβολές, επιτρέπει στους ήρωες να αναδειχθούν και να ξεδιπλώσουν τις πτυχές τους. Η ματιά του οργανώνει μια παράσταση ισορροπημένη, που αφήνει απ’ έξω το εύκολο μελό και το αντικαθιστά με μια ανθρωποφαγική διάσταση εξαιρετικά ρεαλιστική. Σ’ αυτή την πρώτη του απόπειρα πατάει γερά –κι αυτό λέει πολλά για τη συνέχεια.

Με τον σκηνικό χώρο να έχει επιβληθεί ουσιαστικά στην αίθουσα, το θέατρο Αποθήκη «είναι» ένας εργασιακός χώρος: πέντε –έξι γραφεία, με τον πλήρη εξοπλισμό τους (λάμπες, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, σημειώσεις, χαρτιά, μολύβια) είναι τοποθετημένα άτακτα μέσα στην αίθουσα, με τους θεατές να τους έχουν περικυκλώσει. Εξαιρετική η δουλειά της Κατερίνας Κούρκουλα και της αρχιτεκτονικής ομάδας. Καίρια τα κοστούμια.

Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης (Μαρσέλ) είναι ένας ηθοποιός ευρείας γκάμας, με πολλές ποιότητες: ως διευθύνων σύμβουλος υπηρετεί με ακρίβεια τον κυνικό ήρωά του από την αρχή ώς το τέλος. Με ταχύτατα εξελισσόμενη πορεία, ο Ορφέας Αυγουστίδης (Λούις) παίζει τον συναισθηματικό, αλλά όχι ελαφρύ, της παρέας και κερδίζει το στοίχημα. Η Αλεξάνδρα Αΐδίνη (Βερόνικα) υποδύεται πιστά τον τύπο τής (και συναισθηματικής) καριερίστριας και πείθει. Ο Γιώργος Χριστοδούλου (Κάρλος), ορμητικός και εκρηκτικός, συμπληρώνει με επιτυχία το τετράπτυχο των φίλων. Τέλος, ο Αλέξανδρος Λογοθέτης προσδίδει στον τυπικό διαμεσολαβητή (Χοσέ) μια ενδιαφέρουσα σκοτεινιά.