Ηταν από παιδί ερωτευμένος με τις εφημερίδες.

Μας έλεγε πως, όταν ήταν μικρός, οι εφημερίδες ήταν το βασικό του αναγνωστικό. Κι ήταν ακόμη μικρός, 17 ετών, όταν έμαθε να κατασκευάζει εφημερίδες. Την εποχή της «κάσας», τότε που οι στοιχειοθέτες έφτιαχναν λέξεις, φράσεις και σελίδες, παίρνοντας γράμμα γράμμα από οικογένειες γραμματοσειρών των 152 στοιχείων, τότε που τα 24 γράμματα της αλφαβήτου τα πολλαπλασίαζαν οι ψιλές και οι δασείες, οι οξείες, οι βαρείες και οι περισπωμένες. Κατασκεύασε, μέσα σε πέντε δεκαετίες, σημαντικές εφημερίδες, ενέπνευσε σπουδαία ρεπορτάζ, δημιούργησε στήλες που διάβασαν εκατομμύρια αναγνώστες, υπέγραψε στιγμές που έμειναν στην ιστορία του ελληνικού Τύπου. Αλλά δεν έπαψε ποτέ να είναι ερωτευμένος με αυτήν τη μικρή περιπέτεια, που αρχίζει από την ιδέα ενός καλού ρεπορτάζ και καταλήγει στο τυπογραφείο.

Ηταν επίσης –από παιδί, φαντάζομαι –φτιαγμένος για να διηγείται ιστορίες. Στις 660 σελίδες του βιβλίου του «50 χρόνια στο κουρμπέτι» περιέχονται εκατοντάδες τέτοιες ιστορίες, της δημοσιογραφίας και της πολιτικής. Νομίζω ότι έχω ακούσει από το στόμα του τις διπλές, τουλάχιστον. Αλλοτε στεγνές και άλλοτε με συνοδεία ούζου. Αλλά το βιβλίο θα γινόταν υπερβολικά μεγάλο για να τις χωρέσει όλες.

Ξεκίνησε μαθητευόμενος του αστυνομικού ρεπορτάζ, το σκληρό 1946. Οταν εγώ τον γνώρισα, το 1981, ήταν διευθυντής της μεγαλύτερης εφημερίδας της χώρας. Είχα τη συνήθεια, αργά το βράδυ, όταν είχαμε πια κλείσει τον «Ριζοσπάστη», που ήταν πρωινή εφημερίδα, να τριγυρίζω στα γραφεία των «ΝΕΩΝ», τα οποία εκείνος διηύθυνε manu militari –ή έτσι μου φαινόταν εμένα -, μέχρι να κλείσουν τη δική τους ύλη, να διασταυρώνω τις ειδήσεις που δεν είχα μάθει. Την πρώτη φορά που με τσάκωσε στα γραφεία των πολιτικών συντακτών να τους χασομεράω κουβεντιάζοντας, μου κόπηκαν τα ήπατα. Αλλά εκείνος με τρόμαξε κι ύστερα γέλασε και με ενθάρρυνε να συνεχίσω τις νυχτερινές εκπαιδευτικές βίζιτες. Αναρωτιόμουν γιατί. Το κατάλαβα όταν, μία δεκαετία και κάτι αργότερα, βρέθηκα να δουλεύω μαζί του. Ηταν, προπάντων, φτιαγμένος για δάσκαλος. Δύσκολος δάσκαλος, αλλά δάσκαλος για γενιές ολόκληρες δημοσιογράφων.

Οταν διέβη τον Ρουβίκωνα και ορκίστηκε υφυπουργός Εξωτερικών, διαπραγματευτής της συμφωνίας για τις βάσεις –η μεγάλη σάγκα της δεκαετίας του ’80 -, δεν μου παραπονέθηκε ποτέ για τη χολερική μου κριτική. Κι αν δέχθηκα τηλεφωνήματά του (και δέχθηκα πολλά), ήταν για να διορθώσει τα λάθη στο ρεπορτάζ –όχι την άποψη. «Δεν είστε διευθυντής μου, είστε υπουργός» του είπα μια φορά. Αλλά εκείνος, νομίζω, ότι δεν πέρασε ποτέ στην άλλη πλευρά. Δημοσιογράφος αισθανόταν, και ως υπουργός. Κι όταν είπε «τέρμα η δημοσιογραφία», δεν το πίστεψε ποτέ. «Ποτέ μη λες ποτέ» αστειεύθηκε όταν επέστρεψε.

Αυτό μπορώ να βεβαιώσω, λοιπόν, για τον Γιάννη Καψή: πως ήταν ένας σπουδαίος δημοσιογράφος, επειδή ήταν παθιασμένος με το κάθε φορά θέμα του, με τον κάθε φορά «εχθρό» του, με την εφημερίδα την ίδια προπάντων. Πως ήταν ένας γενναίος άνθρωπος –και το απέδειξε όταν χρειάστηκε. Και πως ήταν ένας απαιτητικός αλλά γενναιόδωρος διευθυντής για όσους έτυχε να δουλέψουν στο πλευρό του.