Από πολλές απόψεις, οι πρόσφατες κρίσεις της ΕΕ αποτελούν µια κρίση στη σχέση µεταξύ του πυρήνα και της περιφέρειάς της. Η περιφέρεια της ΕΕ εξακολουθεί να αποτελείται από ανοµοιογενή κοµµάτια που δεν έχουν καταφέρει να οµογενοποιηθούν και να αφοµοιωθούν πλήρως, παρότι βασικό όραµα της ΕΕ ήταν –και παραµένει –η µείωση των οικονοµικών και κοινωνικών ανισοτήτων και η επίτευξη σύγκλισης. Οι αναδιανεµητικές και αντισταθµιστικές πολιτικές της ΕΕ, που θα έπρεπε να θωρακίσουν τις περιφέρειες και να δηµιουργήσουν τις προϋποθέσεις για µια πραγµατική σύγκλιση, οικονοµική και κοινωνική, αλλά και µια σύγκλιση ταυτοτήτων, έχουν αποδειχθεί αδύναµες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι πολλαπλές κρίσεις της ΕΕ γίνονται περισσότερο αισθητές στην περιφέρεια –είτε αυτές έχουν προκληθεί από λάθος εθνικούς ή ευρωπαϊκούς χειρισµούς και πολιτικές είτε οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες και στη δυναµική των παγκόσµιων εξελίξεων. Είτε, τέλος, συχνά σε έναν συνδυασµό και των δύο (π.χ. κρίση της ευρωζώνης, µεταναστευτική κρίση). Αυτό που έχει υποτιµηθεί, όµως, είναι ότι οποιαδήποτε αρνητική εξέλιξη στην περιφέρεια επηρεάζει άµεσα τον πυρήνα, τη συνοχή του, την εικόνα του και εντέλει τη γεωπολιτική σηµασία της ΕΕ. Γι’ αυτό άλλωστε και µια λύση που θα βασίζεται µόνο στην επίτευξη συµφωνίας εντός του γαλλο-γερµανικού άξονα και που δεν θα αφουγκράζεται την ανησυχία και την αλλαγή του κλίµατος στην περιφέρεια θα είναι επισφαλής και βραχυχρόνια.

Δύο είναι τα ενδεχόµενα σενάρια για το µέλλον της Ευρώπης στην παρούσα χρονική στιγµή. Το ένα αισιόδοξο και το άλλο απαισιόδοξο, αλλά και τα δύο εξίσου πιθανά. Το πρώτο είναι ότι οι πρόσφατες κρίσεις της ΕΕ θα οδηγήσουν σε περαιτέρω ολοκλήρωση, µέσω µεταρρυθµίσεων των θεσµών της ΕΕ αλλά και µέσω της ταυτόχρονης µείωσης των ανισοτήτων εντός και µεταξύ των κρατών-µελών της. Η κατεύθυνση θα πρέπει να είναι η οµοσπονδιοποίηση της ΕΕ. Μια οµόσπονδη Ευρώπη όµως δεν µπορεί να είναι µια συγκεντρωτική και υδροκέφαλη ΕΕ, αλλά µια ΕΕ που θα επιτρέπει τη διαφορετικότητα των µερών της και ταυτόχρονα θα τους δίνει τα απαραίτητα εργαλεία για µια κοινωνικοοικονοµική και πολιτική σύγκλιση. Ενα τέτοιο σενάριο δεν θα πρέπει να θεωρείται εντελώς απίθανο καθώς τα µεγάλα βήµατα ολοκλήρωσης των ευρωπαϊκών κοινοτήτων συχνά προέκυπταν µέσα από κρίσεις. Οι πρόσφατες συζητήσεις για τη νέα αρχιτεκτονική της ευρωζώνης καθώς και το όραµα Γιούνκερ για το µέλλον της Ευρώπης, που παρουσιάστηκε στα µέσα Σεπτεµβρίου, κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση. Για να έχουν όµως αποτέλεσµα οποιεσδήποτε θεσµικές µεταρρυθµίσεις και να υπάρξει αλλαγή κλίµατος έναντι της ΕΕ, θα πρέπει η περιφέρεια της Ευρώπης να νιώσει ότι η λύση τη συµπεριλαµβάνει και καταλήγει και σε αυτή. Θα πρέπει, δηλαδή, το όραµα που παρουσίασε ο Γιούνκερ να είναι οικουµενικό µε την πλήρη έννοια του όρου και να αντιµετωπίζει τις περιφέρειες όχι µόνο ως πρόβληµα, αλλά και ως συστατικό της λύσης.

Το δεύτερο σενάριο είναι ότι η ΕΕ θα οδηγηθεί σε περαιτέρω αποδυνάµωση και πιθανή αποσύνθεση. Οι συζητήσεις για µια Ευρώπη πολλαπλών ταχυτήτων και «συµµαχίες προθύµων» σε τοµείς όπως η άµυνα, που συχνά προωθούνται από ισχυρά κράτη-µέλη όπως η Γερµανία και η Γαλλία, µπορεί να προσφέρουν µια πρόσκαιρη «ανακούφιση» σε κάποιους τοµείς. Είναι πιθανό όµως εντέλει να ενισχύσουν τις φυγόκεντρες δυνάµεις στην περιφέρεια της Ευρώπης, καθώς η παραµονή στην ΕΕ θα µοιάζει όλο και περισσότερο ως µια αναγκαστική συµβίωση παρά ως µια περιπόθητη συνύπαρξη στην οποία αξίζει να επενδύσουν οι εθνικές κυβερνήσεις. Αλλωστε, µια επόµενη κρίση, που και πάλι είναι πιθανό να γίνει πιο αισθητή στην περιφέρεια, δεν θα είναι εύκολο να αποφευχθεί. Μια τέτοια κρίση θα µπορούσε για παράδειγµα να προκληθεί από την περαιτέρω ένταση στις σχέσεις Μαδρίτης – Καταλωνίας. Οι φυγόκεντρες δυνάµεις µπορεί να φτάσουν ακόµα και στον ίδιο τον πυρήνα των ιδρυτικών µελών της ΕΕ, όπου τότε θα µιλάµε πλέον για φαινόµενα απο-ευρωπαϊσµού και για µια πιθανή αποσύνθεση της ΕΕ. Κάτι τέτοιο αναπόφευκτα θα σήµαινε µια νέα τάξη πραγµάτων τόσο για την Ευρώπη όσο και για τον πλανήτη.

Η Στέλλα Λαδή είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήµιο και στο Queen Mary University of London