Αφορμή για τη μνημόνευση του Αλέκου Πατσιφά, που πρωτογνώρισα σε ηλικία 19 ετών όταν άρχισα να δουλεύω στη δισκογραφική εταιρεία Lyra της οποίας ήταν ιδρυτής και διευθυντής, υπήρξε ο θάνατος της Αρλέτας. Που θύμισε στους παλαιότερους και γνώρισε στους νεότερους το νέο κύμα. Αιτία ωστόσο είναι μια ολοένα και πιο έντονη αίσθηση απουσίας εμπνευσμένων ανθρώπων που θα σταθούν πάνω από το «τι θέλει ο κόσμος». Που δεν θα προσαρμόσουν μια υπάρχουσα τάση στα μέτρα τους, αλλά θα δημιουργήσουν μια νέα. Ανθρωποι που δεν αντιμετωπίζουν την τέχνη (το τραγούδι εν προκειμένω) ως αναλώσιμο προϊόν, η αξία του οποίου προσμετράται με views και downloads.

Αλλά ας αρχίσουμε με την αφορμή. Το νέο κύμα λοιπόν υπήρξε, εν συντομία, ένα μουσικό είδος που αναδείχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960 προτείνοντας άλλου είδους πρότυπα στην ενορχήστρωση, τον στίχο, τον τρόπο ερμηνείας αλλά και το αισθητικό ήθος των ερμηνευτών. Δημιούργημα του Πατσιφά, σύμφωνα με έναν καλλιτεχνικό μύθο (η προσωπική μου εμπειρία δίνει μεγάλες πιθανότητες στο να είναι πραγματικότητα), προέκυψε από την τσιγκουνιά του που βρήκε άλλοθι στις μουσικές του Γιάννη Σπανού, άρτι αφιχθέντος τότε από το Παρίσι της nouvelle vague. «Λιγότερα όργανα, λιγότερα όργανα» έλεγε τσεκάροντας τα έξοδα των ηχογραφήσεων, αλλά ακόμη και από τα κουσούρια ενός ανθρώπου με τη δική του αισθητική μπορεί να προκύψει ένα σημαντικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Η μουσική απλότητα του νέου κύματος που μας σύστησε, ως παραγωγός του, ο Πατσιφάς, δεν έγκειται στην απόρριψη του περιττού, αλλά στην επισήμανση του σημαντικού.

Ο Πατσιφάς ωστόσο δεν ήταν μόνο το νέο κύμα. Υπήρξε μέλος εκείνης της ευρύτερης παρέας που δεν χαρακτήρισε απλώς μία εποχή. Τη δημιούργησε. Φίλος του Ελύτη, του Σεφέρη, του Καραγάτση (υπάρχει, ως χαρακτήρας, στο μυθιστόρημά του «Ο κίτρινος φάκελος»), του Εμπειρίκου, του Κουν, του Καββαδία, του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Γκάτσου, τακτικός και εξέχων θαμώνας του «Φλόκα» και του κολωνακιώτικου «μπιντέ». Αρχικά υπήρξε συνιδιοκτήτης, μαζί με τον Νίκο Καρύδη, του εκδοτικού οίκου Ικαρος, εκδότης δηλαδή και των δύο ελληνικών Νομπέλ. Στη Lyra αποδείχθηκε ένας ιδιοφυής ανιχνευτής ταλέντων που τα υποστήριζε ακόμη κι αν αυτά τα ταλέντα δεν ήταν, απολύτως, του γούστου του. Ηταν αυτός που εμπιστεύτηκε έναν τρελοπαντιέρα νεαρό, τότε, από τη Θεσσαλονίκη, τον Διονύση Σαββόπουλο, που από νωρίς μυρίστηκε τις μουσικές αρετές του Θάνου Μικρούτσικου, που σιγοντάρισε την «Εκδίκηση της Γυφτιάς» με τον Ρασούλη, τον Ξυδακη , τον Παπάζογλου, υποστήριξε τις πρωτες κομπανίες, ανακάλυψε τη Βιτάλη και τη Γλυκερία, διείδε το ταλέντο του Κραουνάκη και της Νικολακοπούλου, έπεισε τη Φλέρυ Νταντωνάκη να μπει στο στούντιο για να ηχογραφήσει τον «Μεγάλο Ερωτικό» και έκανε ένα label, τον Σείριο, αποκλειστικά για τον Χατζιδάκι. Ανακάτευε μουσικές, τάσεις και φωνές, έβαλε την Αρλέτα να τραγουδήσει Θεοδωράκη, την Μπέλου Δήμο Μούτση και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο να γράψει στίχους στον εμβληματικό «Δρόμο» του Μίμη Πλέσσα. Εκρηκτικός και απρόβλεπτος, όταν δεν είχε δουλειά στο γραφείο της οδού Ζαλοκώστα ζαλωνόταν ο ίδιος σακούλες με δίσκους για να τους μοιράσει στα δισκοπωλεία του Συντάγματος.

Ηταν προληπτικός και επειδή μου είχε δώσει σιωπηρά το δικαίωμα να αστειεύομαι μαζί του, κάθε φορά που, στο γραφείο, μας έλεγε «Φεύγω», τον ρωτούσα περιπαιχτικά «Για πάντα;», για να μου απαντήσει με ένα μεγαλοπρεπές «Τον κακό σου τον καιρό». Ενα πρωί, η καθιερωμένη πρώτη του κίνηση, να ανοίξει το ραδιόφωνο μόλις ξυπνούσε, έμεινε μετέωρη. Και έτσι το «για πάντα» έγινε πραγματικότητα.