Ως συνήθως: Οσο ζούσε, κυριαρχούσε η χολή. Τώρα οι ύμνοι. Πού, όμως, μπορεί να ψηλαφηθεί η πραγματικότητα;

Ας εκκινήσουμε από τα θεωρούμενα ως αρνητικά τού άνδρα…

Ο πιο μακρόβιος «τρόφιμος» του ελληνικού Κοινοβουλίου κατηγορήθηκε κατά καιρούς για πάμπολλα. Και για συγκεκριμένες επιμέρους επιλογές και για «δομικά στοιχεία» του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του. Πράγματι…

Του έχουν προσαφθεί ο ρόλος του στη διαγραφή του θείου του Σοφοκλή Βενιζέλου από την Ενωση Κέντρου το 1963, η περιβόητη Αποστασία του ’65 που παρουσιάστηκε ως κορυφαία εκδήλωση της, χωρίς αρχές, σύγκρουσής του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, η παραπομπή σε δίκη του τελευταίου το 1989, η –παρά τη διορατικότητά του –ατολμία, κατά τα χρόνια της πρωθυπουργίας του, τόσο στην καταπολέμηση του «κοινωνιοβόρου» κρατισμού όσο και, σε τελική ανάλυση, στο Μακεδονικό κ.ο.κ.

Επίσης το ότι –διατηρώντας ένα ευρύ δίκτυο πολιτικών «πελατών» στην Κρήτη –προσέφερε στους «προσκείμενους» εξυπηρετήσεις, οι οποίες ενδεχομένως θα δικαιολογούσαν και για τον ίδιο τον χαρακτηρισμό που ο Σοφοκλής Βενιζέλος απέδωσε στον Γεώργιο Παπανδρέου («εν παντί και πάντοτε κοινός κομματάρχης»)…

Ακόμη το ότι το 1963, ως υπουργός Οικονομικών, δεν απέφυγε ψηφοελκυστικές επιλογές άφρονος δημοσιονομικής γενναιοδωρίας, ενώ και το 1993, παραμονές εκλογών, προχώρησε σε 13.000 διορισμούς στη ΔΕΗ και στον ΟΤΕ…

Ενώ –πώς θα μπορούσα να το παρασιωπήσω τώρα, αφού το τόνιζα στο προ τριετίας εκδοθέν βιβλίο μου «Το πορτρέτο ενός ηγέτη»; –ο Μητσοτάκης δεν ήταν μόνο θύμα του κιτρινισμού του Τύπου (κορυφαία εκδήλωση του οποίου, ασφαλώς, υπήρξε η απίστευτης χυδαιότητας χαλκευμένη «φωτογραφία» με τους Ναζί που ασμένως υιοθέτησε ο Ανδρέας Παπανδρέου). Και ο ίδιος, από την πλευρά του, επικροτούσε αντίστοιχης –σχεδόν –χυδαιότητας δημοσιεύματα μερίδας του Τύπου που λειτουργούσε ως «Αυριανισμός της Δεξιάς»…

Πολλές από τις προαναφερόμενες κατηγορίες δεν υπήρξαν, βέβαια, άδικες ή αθεμελίωτες. Αδικο, ωστόσο, υπήρξε το γενικό συμπέρασμα που πολλοί έσπευσαν να βγάλουν για τον μεγάλο κρητικό κοινοβουλευτικό.

Και όχι μόνο γιατί, για τα μείον του, υπάρχουν αναρίθμητα ελαφρυντικά. Ειδικότερα: Πρώτον, μεσουράνησε σε μια εποχή που ο πολιτικός «πελατειασμός» ήταν προαπαιτούμενο επιβίωσης στον δημόσιο βίο. Δεύτερον, την Ενωση Κέντρου ο Γεώργιος Παπανδρέου τη διοικούσε τόσο αυταρχικά και οιονεί «οικογενειοκεντρικά», που καμία ισχυρή προσωπικότητα δεν θα μπορούσε να το αντέξει… Τρίτον, σε αντίθεση προς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή –με τον οποίο αισθανόταν να βρίσκεται σε ιστορική αντιπαλότητα -, ο Μητσοτάκης πέρασε το μείζον μέρος του πολιτικού του βίου στην αντιπολίτευση, κάτι που εκ των πραγμάτων ωθεί σε δημαγωγικές υπερβολές… Τέταρτον, επίσης σε αντίθεση προς τον μεγάλο Μακεδόνα, ο Κ.Μ. είχε απέναντί του μια αποχαλινωμένη ιδιωτική τηλεόραση και μια εν πολλοίς –αν όχι διεφθαρμένη, πάντως –κακομαθημένη κοινωνία, «κοινωνία της αρπαχτής», που είχε καθολικά σχεδόν ενστερνισθεί την «ιδεολογία του κρατικοδίαιτου»… Για να μην αναφέρουμε, βέβαια, την οριακή κοινοβουλευτική του πλειοψηφία την περίοδο 1990-93, που τον υποχρέωνε σε συμβιβασμούς…

Κυρίως, όμως, η ιστορική αδικία προς τον Μητσοτάκη έγκειται στο ότι πολλοί επικριτές του παρασιώπησαν ή υποβάθμισαν τις αρετές και τις προσφορές του.

Πόσοι μνημόνευσαν, πράγματι, τη διαχρονική μεγαθυμία του προς τους ηττημένους του Εμφύλιου; Την «εκτός εποχής» πρωτοβουλία του να ταχθεί, το 1960, υπέρ της νομιμοποίησης του ΚΚΕ; Την πρώιμη απόλυτη εναντίωσή του στην ποινή του θανάτου; Κυρίως, δε, τη στάση του το 1993 στο ζήτημα του εκλογικού νόμου; (Τότε απέτρεψε μια –επωφελή για τον ίδιο, αλλά καταστροφική για τον τόπο –επαναφορά της απλής αναλογικής του 1989: Αυτή θα είχε, πιθανότατα, οδηγήσει σε τέτοια ακυβερνησία, που όχι ΟΝΕ δεν θα βλέπαμε, αλλά μάλλον στο αλήστου μνήμης «αλβανικό μοντέλο» θα πλησιάζαμε αρκετά νωρίτερα απ’ ό,τι τελικά ως κοινωνία το «καταφέραμε»).

Και πόσοι ανέδειξαν τις αρετές του; Για παράδειγμα, το απίστευτο εύρος θεμάτων τα οποία κατείχε σε βάθος και πλάτος («άνθρωπος-ορχήστρα»), την ευστροφία και τα γρήγορα αντανακλαστικά, τον βαθύ σεβασμό στους αλλόγνωμους, τη σχεδόν «δικανικής δομής» ικανότητα για συγκροτημένο, ισορροπημένο και στέρεο επιχείρημα κ.ο.κ.;

Συμπέρασμα: Θα προσέβαλλε την ιστορική ευθυδικία και τον ίδιο τον κρινόμενο ο μονοδιάστατος, σήμερα, εκθειασμός του. Ωστόσο, το ιστορικό του μέγεθος είναι παραπάνω από αδιαμφισβήτητο. Και –διά της συγκρίσεως –θα αναδεικνύεται όλο και περισσότερο, όσο ο τόπος κυβερνάται από πολιτικά μειράκια που αγνοούν πως υπάρχουν θαλάσσια σύνορα… Που δεν έχουν ιδέα από διεθνοπολιτικές ισορροπίες… Που η λογική τους δεν αντισταθμίζει τον βολονταρισμό τους… Ή που κάνουν λόγο για «ισοφάριση του προϋπολογισμού», για «frozen war» κ.ο.κ.

Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του σταδιακά εκδιδόμενου σε τεύχη έργου: «10 και μία δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων. Οι διαιρετικές τομές στην Ελλάδα την περίοδο 1910-2017»