Oι γαλλικές εξελίξεις μάς είναι οικείες. Υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας προς όφελος της ριζοσπαστικής κομμουνιστογενούς Αριστεράς, απίσχνανση και διάσταση στον κύκλο της Δεξιάς, εδραίωση της Ακρας Δεξιάς, ισχυρό αντιευρωπαικό ρεύμα που τέμνει εγκάρσια όλους τους παραδοσιακούς πολιτικούς χώρους, έκρηξη των αντισυστημικών συναισθημάτων που παράγουν νέες κοινωνικές συμμαχίες, απώλεια εμπιστοσύνης στις πολιτικές ελίτ και εντέλει απαξίωση της σχέσης εκπροσώπησης των πολιτών από τους πολιτικούς, συναισθηματική αποξένωση από την υπόλοιπη Ευρώπη και γενίκευση της αντιπαγκοσμιοποιητικής ρητορικής αποκαλύπτουν μια προϊούσα αποσταθεροποίηση όλων των πολιτικών και ιδεολογικών δεδομένων που, μέσα από τους μετασχηματισμούς τους, όριζαν την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία από την εγκαθίδρυσή της το 1958. Η αναλογία όμως με τη μακρά κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν στέκεται μόνο σε αυτά τα κάπως γενικά συμπεράσματα. Υπάρχει μια μηχανική της κρίσης εκπροσώπησης που είναι κοινή. Ενα αφετηριακό γρανάζι που σπάει και που στη συνέχεια επηρεάζει με προοδευτικό ρυθμό το σύνολο του πολιτικού και κομματικού συστήματος.

Στην περίπτωση της Γαλλίας, το σημείο εκκίνησης βρίσκεται την άνοιξη του 2012, όταν ο Φρανσουά Ολάντ κατακτά την προεδρία της Γαλλίας και το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα επικρατεί στις βουλευτικές εκλογές κομίζοντας την υπόσχεση της επιστροφής σε μια εκτεταμένη κοινωνική αναδιανομή και ηθικολογώντας ενάντια στο χρηματιστηριακό και τραπεζικό κεφάλαιο. Την ώρα που το ελληνικό χρέος ρυθμίζεται διά πυρός και σιδήρου και που οι περιφερειακές και μεσογειακές οικονομίες της ευρωζώνης εισέρχονται στον οικονομικό κύκλο της λιτότητας και των σκληρών μεταρρυθμίσεων, ο Ολάντ εκλέγεται και ηγεμονεύει με μια κλασική σοσιαλιστική ρητορική που τάζει διορισμούς, τιμωρία των πλουσίων και που κυρίως υπόσχεται να μη θίξει τις ισορροπίες στο τρίφωνο κράτος – κοινωνία – οικονομία. Επαγγέλλεται την αναπαραγωγή ενός συστήματος θεσπισμένων προσόδων, προνομίων και μια κοινωνική προστασία σχεδιασμένη στα χρόνια της μεταπολεμικής ανάπτυξης που πλέον παράγει κρυφές ανισότητες και αυξάνει το δημόσιο χρέος της χώρας. Ο Ολάντ, παρότι γνώστης του ελληνικού παραδείγματος και των οικονομικών δεδομένων, αδιαφορεί για το ανεδαφικό των υποσχέσεών του και τη μελλοντική αδυναμία του να τις τηρήσει. Θεωρεί προφανώς ότι «εμείς δεν είμαστε Ελλάδα».

Μέσα σε λίγους μήνες όμως η Γαλλία θα αλλάξει ρότα και θα εφαρμόσει ουσιαστικά ένα εσωτερικό μνημόνιο. Πολύ ηπιότερο από τα δικά μας, εστιασμένο όμως στην συγκράτηση του ελλείμματος και στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας υπό την εποπτεία μιας (πραγματικής) τρόικας εσωτερικού, του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Η ομοιότητα με την Ελλάδα γίνεται ακόμα πιο ανάγλυφη από το γεγονός ότι πολύ σύντομα το 1/3 των Σοσιαλιστών βουλευτών καταψηφίζει τις οικονομικές επιλογές της κυβέρνησης Ολάντ, οι οποίες νομοθετούνται σχεδόν ανομολόγητα με τις ψήφους της Δεξιάς. Ο πολιτικός κύκλος και οι ιδεολογικοπολιτικές ταυτίσεις θα διαταραχθούν σε βάθος, κάτι που αποκαλύπτεται σήμερα.

Η ίδια αποσιώπηση αυτών των δεδομένων καθώς και η απουσία μιας δημόσιας συζήτησης για αυτή την τεράστια μετατόπιση –η οποία θα έθετε με άλλους όρους το ζήτημα της θέσης της Γαλλίας μέσα στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα –θα λειτουργήσει σαν καθυστερημένη θρυαλλίδα του γαλλικού πολιτικού στάτους κβο. Ο Ολάντ, και εκεί είναι μια ουσιώδης διαφορά με την Ελλάδα, δεν θα παραδεχτεί ποτέ την εγκατάλειψη της αριστερής του υπόσχεσης και ακολούθως δεν θα υπερασπιστεί τις νέες του θέσεις –ούτε ως επιλογή ούτε ως «αναγκαίο κακό» για να αντιμετωπιστούν τα οικονομικά δεδομένα. Η Γαλλία θα μπει στον κύκλο των «κοινωνιακών» συγκρούσεων μετατοπίζοντας την αντιπαράθεση στο ζήτημα του γάμου των ομοφυλοφίλων από τη μια και μιας ρεπουμπλικανικής γαλλικής ταυτότητας που χάνεται από την άλλη. Αυτή η διάσταση θα μολύνει αθόρυβα όλο το πολιτικό τοπίο και τα κοινωνικά συναισθήματα. Θα γεννήσει ανασφάλεια, οικονομική και πολιτισμική. Ωφελημένη απ’ αυτή τη συνθήκη θα βγει η Μαρίν Λεπέν.

Το πρόβλημα του χρέους, η εξάντληση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας, η θέση της Γαλλίας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, η συμπίεση της κουλτούρας της χειρωνακτικής εργασίας και των εισοδημάτων της, η κοινωνική δυσπραγία των λαϊκών προαστίων σε αντίθεση με τη μουσειοποίηση – καλλιτεχνοποίηση των μεγάλων πόλεων, τέλος η οργάνωση μιας κοινωνίας του μέλλοντος και ο βιογραφικός κανόνας που επιφυλάσσει για τον καθέναν και το ερώτημα της κοινωνικής κινητικότητας ενός χειραφετημένου ατόμου, αλλά και ο κίνδυνος uberοποίησης της εργασίας και του ανθρώπου, το αίτημα για οικονομική απελευθέρωση με κοινωνική προστασία, όλα αυτά τα επείγοντα απωθήθηκαν. Η πολιτική των άτολμων μα υπαρκτών οικονομικών μεταρρυθμίσεων θα αργήσει να αποδώσει (σήμερα αυτό συμβαίνει. αλλά δεν υπάρχει κανείς να διεκδικήσει την κληρονομιά της ανάκαμψης), ενώ η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και η ανάδυση νέων αποκλεισμών (όπως π.χ. ανάμεσα σε αγρότες και κατοίκους των πόλεων) θα εργαστεί υπογείως, υπονομεύοντας όμως την ίδια στιγμή τον κοινωνικό δεσμό, την αίσθηση του εθνικού πεπρωμένου.

Η κοινωνική ματαίωση και ο συναισθηματικός κακατερματισμός της κοινωνίας είχαν αποκτήσει τέτοιο βάθος αυτή την πενταετία, που μόνο ένα μείζον και τραγικό γεγονός μπορούσε να ανακόψει, έστω πρόσκαιρα, τη δυναμική τους. Το πάνδημο πένθος και οι κινητοποιήσεις μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα το 2014-15 έπαιξαν αυτό τον ρόλο της πρόσκαιρης ενότητας, δεν απάντησαν όμως σε κανένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα.

Η προεκλογική περίοδος έφερε λοιπόν στην επιφάνεια όλες αυτές τις υπόγειες και σκοτεινές διαδρομές που θα οδηγήσουν, όπως είπαμε, σε μια αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος ανάλογη με εκείνη που άρχισε να βιώνει η Ελλάδα από το 2012 και μετά. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα φτάνει στο ιστορικό του όριο, ηττημένο και διαλυμένο, η κεντροδεξιά οικογένεια συρρικνώνεται (πολιτικά και ιδεολογικά), ενώ φέρνει στο κατώφλι της εξουσίας άλλες δυο δυνάμεις. Την αποδαιμονοποιημένη Ακρα Δεξιά της Λεπέν και μια συγκεκαλυμμένη από τεχνολογία και λογιοσύνη Ακρα Αριστερά, εκείνη του Μελανσόν. Εκτός όμως απ’ αυτές τις δυνάμεις θα εμφανιστεί και μια νέα μορφή ικανή να διεκδικήσει την προεδρία και να ανατρέψει τους πυλώνες της γαλλικής πολιτικής όπως τη γνωρίζουμε, εκείνη του Εμανουέλ Μακρόν. Η πρότασή του, όπως λέει ο Μαρσέλ Γκοσέ, ενσωματώνει στη γαλλική πολιτική μια σοσιαλφιλελεύθερη αντίληψη προσανατολισμένη περισσότερο στην «ακριβοδίκαιη δικαιοσύνη» και όχι στην «ισότητα της κοινωνικής αναδιανομής», ενώ επικαλείται με δικούς του όρους την κοινωνία του «και και» έναντι του «είτε είτε» για την οποία μιλούσε ο Ούλριχ Μπεκ.

Το τοπίο γίνεται ακόμα πιο σύνθετο λόγω της σχετικά ίσης πιθανότητας καθενός εκ των τεσσάρων υποψηφίων να προβιβαστούν στον δεύτερο γύρο. Αυτό που οργάνωνε το κομματικό σύστημα και τις σχέσεις εκπροσώπησης, δηλαδή η προεδρική εκλογική δυο γύρων στην οποία προβιβάζονται οι δύο πρώτοι του πρώτου γύρου, λειτουργεί σήμερα παραλυτικά. Το σύστημα δύο γύρων επέτρεπε, όσο υπήρχαν ηγεμονικοί σχηματισμοί, την ελεύθερη έκφραση των πολιτικών ταυτίσεων των ψηφοφόρων στον πρώτο γύρο και, κατόπιν, να ψηφίζουν τον πιο κοντινό ιδεολογικό από τους προκριθέντες του δεύτερου γύρου. Σήμερα όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι και οι τέσσερις κύριοι υποψήφιοι δύναται να μετάσχουν στον δεύτερο γύρο. Και ο συλλογισμός του ψηφοφόρου μετατρέπεται σε έναν περίπλοκο γρίφο.

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ