Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης είναι πολύ πιθανό να επιφέρει νέες απορρυθμιστικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες θα περιορίσουν περαιτέρω την προστασία της εργασίας. Δυστυχώς, στη διάρκεια της κρίσης και των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής οι επιπτώσεις από την υπονόμευση και την αποδυνάμωση των θεσμών της αγοράς εργασίας δεν έγιναν αντικείμενο σοβαρού δημόσιου διαλόγου, όπως συνέβη για το σύνολο σχεδόν των ζητημάτων τα οποία συνδέονται με τις αιτίες και τις συνέπειες της κρίσης χρέους. Η αγορά εργασίας έγινε το εύκολο θύμα της ιδεοληπτικής αντίληψης ότι η περιστολή του κόστους και της προστασίας της εργασίας είναι η αναγκαία και αναπόφευκτη διαρθρωτική προσαρμογή προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και να ενισχυθεί η εξωστρέφεια της οικονομίας, που θα βγάλουν τη χώρα από την κρίση. Παράλληλα, πολλά δάκρυα χύθηκαν για τη φτωχοποίηση των Ελλήνων, την κρίση της πραγματικής οικονομίας, την αστάθεια του τραπεζικού συστήματος, την άνοδο της Ακρας Δεξιάς. Ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα δεν εμφανίζει μόνο πλεόνασμα ανορθολογισμού, αλλά και σημαντικό έλλειμμα γνώσης.

Βασικοί θεσμοί της αγοράς εργασίας, όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης, τα συνδικάτα που συμμετέχουν στις συλλογικές διαδικασίες προσδιορισμού του μισθού, το ύψος του κατώτατου μισθού, στοχοποιήθηκαν γιατί εμποδίζουν την προσαρμογή των μισθών στις ανάγκες των επιχειρήσεων. Το ΔΝΤ, ακόμη και σήμερα –μετά την ιστορικών διαστάσεων ύφεση και αποεπένδυση που σημειώθηκαν στην ελληνική οικονομία –συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι οι ατομικές και οι επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας αποτελούν προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση. Η πίστη στη νεοφιλελεύθερη αρχή τής όσο το δυνατόν μεγαλύτερης απορρύθμισης και αυτορρύθμισης της αγοράς εργασίας βρίσκεται πίσω από την ακαμψία των απαιτήσεων των δανειστών.

Το οικονομικό περιτύλιγμα των απορρυθμιστικών παρεμβάσεων είναι η διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και η αναγκαιότητα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, η άποψη που θεωρεί ταυτόσημο πως ό,τι βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα μιας επιχείρησης βελτιώνει και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, εκφράζει μια επικίνδυνη γενίκευση και αγνοεί τον ετερογενή χαρακτήρα του επιχειρηματικού τομέα, τη δομή των αγορών, τη θεσμική και παραγωγική συγκρότηση, το μακροαναπτυξιακό μοντέλο της εθνικής οικονομίας, και κυρίως το βιοτικό επίπεδο της πλειονότητας της κοινωνίας. Η αγνόηση αυτής της πραγματικότητας καθιστά τη δέσμευση της οικονομικής πολιτικής στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας ιδεοληπτική.

Στην περίπτωση της χώρας μας οι απορρυθμιστικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας προκάλεσαν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις: δραματική αύξηση της ανεργίας, πλήρη κυριαρχία των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας, που οδήγησαν σε σημαντικές μειώσεις μισθών, αύξηση των επισφαλών μορφών εργασίας. Οι αρνητικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας ευθύνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό για την επιδείνωση των δεικτών φτώχειας, κοινωνικού αποκλεισμού και οικονομικής ανισότητας. Είναι αξιοσημείωτο ότι το ποσοστό των εργαζομένων στο όριο της φτώχειας που έχουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου είναι περίπου τριπλάσιο από εκείνο των εργαζομένων με συμβάσεις αορίστου χρόνου. Και ενώ τα θετικά αποτελέσματα της απορρύθμισης στην οικονομία είναι αμφισβητούμενα, οι αρνητικές συνέπειες επεκτείνονται στο πεδίο της ιδεολογίας και της πολιτικής.

Η υπονόμευση των συλλογικών θεσμών της αγοράς εργασίας έχει σοβαρές επιπτώσεις στη Δημοκρατία και στους δημοκρατικούς θεσμούς. Αν και ο νεοφιλελευθερισμός είναι η ιδεολογική μήτρα της απορρύθμισης, ο λαϊκισμός και η Ακρα Δεξιά φαίνεται να ωφελούνται από τις δήθεν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, που στοχεύουν αποκλειστικά στη μείωση της προστασίας της εργασίας. Εμπειρικά ευρήματα δείχνουν ότι η αποδυνάμωση των θεσμών της αγοράς εργασίας εμφανίζει θετική και πολύ σημαντική συσχέτιση με την άνοδο του λαϊκισμού, την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και την άνοδο της Ακρας Δεξιάς. Ειδικότερα, ο συνδυασμός της μακροχρόνιας ανεργίας με τη μείωση του χρόνου λήψης επιδόματος ανεργίας, καθώς επίσης η ανισότητα των μισθών και η κατάτμηση της αγοράς εργασίας που επιφέρει η κατάργηση της προστασίας από τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας δημιουργούν τις οικονομικές και τις κοινωνικές προϋποθέσεις για την ιδεολογική άνοδο του λαϊκισμού και της Ακρας Δεξιάς.

Η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας έχει συνεπώς επικίνδυνες οικονομικές, κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτικές συνέπειες. Τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ανάγκη ο δημόσιος διάλογος να απαλλαγεί από ιδεοληψίες και να εμπλουτιστεί από μια εναλλακτική οπτική για τη σημασία των θεσμών της αγοράς εργασίας. Η προστασία της αγοράς εργασίας και της οικονομικής πολιτικής από την ουτοπία του νεοφιλελευθερισμού είναι αναγκαία όχι μόνο για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική σταθερότητα της χώρας, αλλά και για τη θωράκιση της Δημοκρατίας.

Ο Γιώργος Αργείτης είναι αναπληρωτής καθηγητής ΕΚΠΑ και επιστημονικός διευθυντής ΙΝΕ ΓΣΕΕ