Ηχογράφησε τραγούδια σε περισσότερες από 10 γλώσσες, ήταν η πρώτη τραγουδίστρια που έλαβε διαμαντένια απονομή δίσκου στην ιστορία της μουσικής και από το 1955 μέχρι το 1986 είχε κάνει 55 χρυσούς δίσκους μόνο στη Γαλλία για να δώσει τέλος στη ζωή της το 1987, όταν ήταν μόλις 54 ετών. Θεωρείται η σπουδαιότερη τραγουδίστρια στην Αίγυπτο και μια από τις πιο σημαντικές τραγουδίστριες παγκοσμίως του προηγούμενου αιώνα. Και για εμάς παραμένει ένας αληθινός θρύλος, και γιατί τραγούδησε στα ελληνικά αλλά και γιατί σημάδεψε με τον τρόπο της ένα πολιτιστικό «άνοιγμα» της Ελλάδας προς την Ευρώπη, τότε που στα δισκοπωλεία μεσουρανούσαν όχι μόνο οι Beatles, αλλά και η Σιλβί Βαρτάν, ο Τζόνι Χάλιντεϊ, η Βίκυ Λέανδρος και, φυσικά, εκείνη. Η ταινία «Ciao Amore… Dalida» που προβάλλεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες αποτελεί ένα εξαίσιο μελόδραμα βασισμένο στη ζωή της. Μιλήσαμε με την εκπληκτική Σβέβα Αλβίτι, το μοντέλο από την Ιταλία που κερδίζει επάξια έδαφος στη μεγάλη οθόνη (υπέροχη η ερμηνεία της), αλλά και με τη σκηνοθέτρια του φιλμ Λίζα Αζουέλος, που βρέθηκαν στη χώρα μας με αφορμή το πρόσφατο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου.

Τι κρατάς και τι αφαιρείς όταν επιχειρείς να μιλήσεις για έναν άνθρωπο που έζησε μια τόσο γεμάτη ζωή;

Λίζα Αζουέλος: Ηθελα να μιλήσω για τη γυναίκα, όχι για τη σταρ, έτσι συγκεντρώθηκα στην ερωτική της ζωή. Αυτοκτόνησε επειδή αισθανόταν μόνη. Και ήταν ευτυχισμένη μόνο όταν είχε δίπλα της έναν ερωτικό σύντροφο. Αυτό, λίγο – πολύ, καθόρισε και τις σεναριακές μου επιλογές.

Σβέβα Αλβίτι: Και φυσικά το βάρος έπεσε σε μένα (γέλια). Σκεφτείτε πως δεν ήξερα όχι μόνο να χορεύω ή να κινούμαι, αλλά ούτε καν να μιλώ γαλλικά. Χρειάστηκαν εξαντλητικές πρόβες, προετοιμασίες και εντατικά μαθήματα για να φτάσω στο αποτέλεσμα που βλέπετε στη μεγάλη οθόνη, ευτυχώς είχα έναν υπέροχο coach που με εκπαίδευσε όσο καλύτερα μπορούσε. Αλλά και πάλι αυτό δεν ήταν αρκετό. Δεν διαθέτω μια μεγάλη υποκριτική παιδεία και παρά την εξάσκησή μου έπρεπε να πάρω μια απόφαση: Θα μιμηθώ τη Δαλιδά ή θα προσπαθήσω να «γίνω» η Δαλιδά; Επέλεξα το δεύτερο.

Λ.Α.: Αγάπη μου, έχεις και χάρισμα μεγάλο. Δεν ήταν μόνο η δουλειά σου, ούτε οι εργατοώρες που «μέτρησες» όλο αυτό τον καιρό. Ο καταλύτης ήταν το χάρισμα και το πάθος σου –αυτά μας οδήγησαν εκεί.

«Γίνατε» λοιπόν η Δαλιδά. Πόσο σκληρή ήταν αυτή η διαδικασία;

Σ.Α.: Εξέπληξα τον εαυτό μου. Πολλές από τις αντιδράσεις που βλέπετε στη μεγάλη οθόνη δεν υπήρχαν στο σενάριο. Γιατί δεν μπορούσα να διαχειριστώ όλα αυτά τα έντονα συναισθήματα. Τα «σπασίματά» μου που κατέγραψε η κάμερα ήταν αληθινά. Ηταν μια οδυνηρή διαδικασία για μένα. Αλλά τελικά αυτή είναι και η μαγεία του σινεμά, η μαγεία της δουλειάς που επέλεξα.

Εχετε κάποια αγαπηµένη στιγµή στο φιλµ;

Σ.Α.: Ω, η στιγμή που τραγουδάω το «Je suis malade». Αυτό ήταν και το δοκιμαστικό μου, το μεγάλο τεστ για το αν θα κατορθώσω να «παίξω» τη Δαλιδά ή αν θα πρέπει να τα παρατήσω. Αισθανόμουν, ξέρετε, πως πολλοί βασίζονταν πάνω μου χάρη στην ομοιότηταά μου μαζί της, αλλά εγώ γνώριζα πως κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν αρκούσε.

Αναρωτιέµαι αν γυρίσατε το φιλµ σε χρονολογική σειρά.

Λ.Α.: Οχι, όχι, δεν είχαμε την ευχέρεια, απαιτεί πολλά λεφτά κάτι τέτοιο και δύσκολα θα βρεις έναν παραγωγό. Στο μεταξύ, ξέρετε, η ταινία δεν έσπασε και τα ταμεία, αν και πήγε πολύ καλά. Ο Τύπος στήριξε την ταινία, το κοινό ακόμα περισσότερο, τα χειροκροτήματα στις πρώτες προβολές ήταν εκκωφαντικά, αλλά η ιστορία της Δαλιδά ήταν μάλλον πολύ σκοτεινή ήδη από μόνη της –πόσω μάλλον για την εποχή. Ο κόσμος δίστασε νομίζω. Δεν ήθελε να δει μια τόσο σκοτεινή ιστορία.

Σ.Α.: Από την άλλη, οι θαυμαστές της ήταν εκεί. Κανένας δεν βγήκε απογοητευμένος –και φυσικά ήταν μια ανησυχία μας αυτή.

Πώς επιχειρεί κανείς την ανασύσταση στο χαρτί µιας τέτοιας προσωπικότητας;

Λ.Α.: Πρέπει να βυθιστείς στον ήρωα για τον οποίο έχεις επιλέξει να μιλήσεις. Είχα, ξέρετε, πρόσβαση στο ημερολόγιό της. Μπήκα στο μυαλό της με έναν τρόπο. Κατάλαβα ποια ήταν. Με το ημερολόγιο αυτό ως βάση κατόρθωσα να ανασύρω τα συναισθήματα της. Υπάρχουν χιλιάδες ντοκιμαντέρ για τη Δαλιδά, τον μύθο της τον γνωρίζουν όλοι. Αλλά εγώ δεν ήθελα να μιλήσω για τον μύθο, αλλά για τον άνθρωπο. Ηταν συνταρακτικό το πόσο μόνη αισθανόταν. Δε μπορούσε να επεξεργαστεί την πραγματικότητα, η πραγματικότητα δεν αρκούσε γ’ι αυτήν. Αυτό ισχύει για όλους μας φυσικά, αλλά για εκείνη ήταν κάτι παραπάνω από επώδυνο.