«Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χρειάζεται συμμάχους, χρειάζεται όμως ακόμα περισσότερο εχθρούς όταν βρίσκεται σε προεκλογική καμπάνια, ώστε να κινητοποιήσει τους ψηφοφόρους του» σημειώνει στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde» ο Μαρκ Σεμό. «Από αυτή την άποψη η Ολλανδία, όπου η Ακροδεξιά βρίσκεται σε πλήρη άνθηση, αποτελεί έναν τέλειο στόχο προκειμένου να στηλιτεύσει την υποκρισία μιας Ευρώπης η οποία, σύμφωνα με τη ρητορική της τουρκικής κυβέρνησης, θέλει να κάνει σε όλους, και ιδιαίτερα στην Αγκυρα, μαθήματα δημοκρατίας τη στιγμή που η ίδια δεν σέβεται τους δημοκρατικούς κανόνες απαγορεύοντας πολιτικές συγκεντρώσεις».

Ο Ερντογάν χρειαζόταν μια επιτυχία στη διεθνή σκηνή, επισημαίνει ο γάλλος δημοσιογράφος, βαθύς γνώστης της Τουρκίας. Η Αγκυρα βίωσε μια αποτυχία στη Συρία και συμπεριφέρεται πλέον σαν συμπλήρωμα της Μόσχας. Οι σχέσεις με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση εξακολουθούν να μην είναι πολύ καλές παρά τις αρχικές ελπίδες του Ερντογάν και η Ουάσιγκτον συνεχίζει να πριμοδοτεί, ως συμμάχους στη Συρία, τις κουρδικές δυνάμεις που η Αγκυρα κατηγορεί ως παράρτημα του PKK. Ο Ερντογάν χρειαζόταν μια επιτυχία στη διεθνή σκηνή και γι’ αυτό ρίχτηκε σε αυτό το μπρα ντε φερ: γνώριζε πολύ καλά πως, παραμονές των ολλανδικών κοινοβουλευτικών εκλογών, η Χάγη θα αντιδρούσε σε αυτή την άφιξη στο έδαφός της τούρκων υπουργών που πήγαιναν να κάνουν καμπάνια υπέρ του «ναι» στο τουρκικό δημοψήφισμα. Το να τα βάλει με τη Γερμανία είναι πιο δύσκολο, παρότι ο Ερντογάν δεν δίστασε να αποκαλέσει τη γερμανική κυβέρνηση «Ναζί» λόγω της ακύρωσης αρκετών συγκεντρώσεων. Η Γερμανία όμως παραμένει, ιδιαίτερα από οικονομικής πλευράς, μια χώρα πολύ ισχυρή για να τα βάλει μαζί της.

Οι εντάσεις αυτές είναι βούτυρο στο πολιτικό ψωμί του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σε αυτό ο Μαρκ Σεμό είναι απολύτως σύμφωνος. Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι: Τι μπορεί πραγματικά να κάνει η ΕΕ για την ενίσχυση της δημοκρατίας στην Τουρκία; «Οι άμεσες πιέσεις δεν θα είχαν παρά ελάχιστο αποτέλεσμα, οι Ευρωπαίοι όμως μπορούν όμως να υπενθυμίσουν δυνατά και καθαρά τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας και κυρίως να κρατήσουν ανοιχτούς τους διαύλους του διαλόγου με την κοινωνία των πολιτών, τους τοπικούς διανοουμένους – όπως επιθυμεί άλλωστε η πλειοψηφία των τούρκων αντιφρονούντων που χρειάζονται τη στήριξη αυτή».