Η φορολόγηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα ήταν πάντοτε ένα ζήτημα ακανθώδες και διφορούμενο, τόσο στις πολιτικές αναλύσεις όσο και στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Από τη μία αποτελούσε μια βαρύγδουπη, πολυσήμαντη, προεκλογική εξαγγελία: «Θα φορολογήσουμε τους πλουσίους» –άρα τις επιχειρήσεις. Από την άλλη, όμως, ήταν ο λόγος να αναστενάζει αυτή η δύσμοιρη και ταλαιπωρημένη μεσαία τάξη, η οποία κατέληγε πάντα να πληρώνει το μάρμαρο. Είναι άραγε συμφέρουσα η επιχειρηματική δραστηριοποίηση στη χώρα μας; Κι αν ναι, υπό ποία νομική μορφή –ΟΕ, ΕΕ, ΑΕ, ΕΠΕ, ΙΚΕ ή άλλη; Αραγε τι ισχύει σε γειτονικές μας χώρες;

Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο έγινε νόμος του κράτους με αριθμό 4387/2016 και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τον Μάιο του προηγούμενου χρόνου. Αφορούσε τα εισοδήματα που θα αποκτούσε κάποιος μέσα στο 2016 και ήταν το 37ο (!) φορολογικό νομοσχέδιο από το 2001. Συνεπώς, το πρώτο ζήτημα που πρέπει να επισημανθεί, όταν γίνεται λόγος για φορολόγηση επιχειρήσεων, είναι αυτές οι συνεχείς νομοθετικές παλινωδίες, που είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαν ποτέ να επιτρέψουν τη δημιουργία ενός ομαλού φορολογικού περιβάλλοντος και άρα την ανάπτυξη επιχειρηματικής δράσης.

Θα μπορούσε, όμως, παρ’ ό,τι αλλάζει συχνά, αυτό το τελευταίο «σύστημα» να είναι τόσο ιδανικό, που να μας επέτρεπε να αισιοδοξούμε για την όποια εναπομένουσα ελληνική επιχειρηματικότητα. Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα δεν είναι ρόδινα. Πίσω από τον αριστερό και εκθαμβωτικό μανδύα της υποτιθέμενης κυβερνητικής προσπάθειας να παρθούν πολλά από τους λίγους και λίγα από τους πολλούς, σχηματίζονται με βήματα γοργά ιστορίες καθημερινής τρέλας, όπου μικροεπιχειρηματίες καλούνται να καταβάλουν το 80% περίπου των εισοδημάτων τους στο κράτος.

Από το πολυδαίδαλο φορολογικό νομοσχέδιο μπορούμε να σχηματοποιήσουμε τις ρυθμίσεις του για τη φορολόγηση των επιχειρήσεων σε τρεις άξονες:

1. Φορολόγηση ατομικής επιχείρησης

Η φορολόγηση της ατομικής επιχείρησης δεν είναι πλέον στο 26%, αλλά ακολουθεί την κλιμακωτή φορολόγηση του μισθωτού.

Η διαφορά, όμως, με τους μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες είναι πως στην περίπτωση του επιτηδευματία με ατομική επιχείρηση, δεν υπάρχει αφορολόγητο. Ακόμα κι αν αυτό συρρικνωθεί όπως συζητείται, ήταν μία ελάφρυνση περίπου 2.000 ευρώ.

2. Φόρος μερισμάτων

Αφορά τις ΕΠΕ, ΙΚΕ, ΑΕ και στις ΟΕ, ΕΕ που διαμοιράζουν μερίσματα. Η αυτοτελής φορολόγηση αυτών αυξήθηκε από το 10% που ήταν, στο 15%.

3. Φορολόγηση κερδών εταιρειών

Στο προγενέστερο καθεστώς υπήρχε μια κλιμάκωση των ποσοστών φορολόγησης αναλόγως των κερδών της εταιρείας. Πλέον το ποσοστό αυτό γίνεται ενιαίο και αφορά το 29% των κερδών.

Είναι αλήθεια πως ενυπάρχει μια δαιδαλοποίηση του συστήματος, καθώς η παραπάνω ανάλυση είναι σχεδόν απλουστευτική, προκειμένου να γίνεται κατανοητή. Δεν έχουν προστεθεί σε αυτή πρόσθετα βάρη, όπως είναι οι ασφαλιστικές εισφορές, εισφορά αλληλεγγύης κ.λ.π., τα οποία ανεβάζουν κατακόρυφα το κόστος της επιχειρηματικής δράσης.

Σε γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία, τα πράγματα είναι απλούστερα: ενιαίος φορολογικός συντελεστής 10% για κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα. Δεν νομίζω ότι χρήζει περαιτέρω εξηγήσεων η αθρόα μεταφορά εδρών ελληνικών επιχειρήσεων προς τη γείτονα. Οπως δεν ξέρω αν έχει νόημα η επιλογή μεταξύ πολλών κακών λύσεων, αναφορικά με τη νομική μορφή μιας επιχείρησης στην Ελλάδα. Περισσότερο μοιάζει με την επιλογή του περιβλήματος με το οποίο επιθυμείς να ντύσεις έναν βέβαιο και προαναγγελθέντα –επιχειρηματικό –θάνατο.

Η Σοφία Χ. Νικολάου είναι δικηγόρος (www.sofianikolaou.com)