Οι εξαγγελίες του Αλέξη Τσίπρα για τους συνταξιούχους έγιναν χωρίς προσυνεννόηση, προκάλεσαν ανασφάλεια στους εταίρους, έφεραν απώλεια εμπιστοσύνης, που απομάκρυνε και τη συζήτηση για κούρεμα του χρέους, υποστηρίζει ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΕΛΚ Μάνφρεντ Βέμπερ στα «ΝΕΑ». Για πρώτη φορά αναφέρεται ανοιχτά στο κούρεμα όπως και στην ανάγκη απογαλακτισμού της ΕΕ από το ΔΝΤ, το οποίο πρέπει να μείνει μέχρι το τέλος του Μνημονίου.

Κύριε Βέμπερ, είναι η απώλεια εμπιστοσύνης εξαιτίας των εξαγγελιών του Δεκεμβρίου τέτοια ώστε να προκαλέσει νέα συζήτηση για Grexit;

Δεν θέλω να μεγαλοποιήσω την κατάσταση. Η επιδίωξη του κ. Τσίπρα ήταν προφανής. Με τόσο κακά νούμερα στις δημοσκοπήσεις πιστεύει ότι θα ανακάμψει μέσω δώρων και μεμονωμένων ενεργειών. Δεν θα πετύχει διότι οι πολίτες γνωρίζουν πως ο Τσίπρας τούς κορόιδεψε ήδη μία φορά, όταν τους υποσχέθηκε προεκλογικά τόσο πολλά που δεν μπορούσε μετεκλογικά να εφαρμόσει. Η στρατηγική των υποσχέσεων και αποσπασματικών δώρων σε συγκεκριμένες ομάδες δεν θα πείσουν για πολύ καιρό τον κόσμο.

Κύριε Βέμπερ, πού είναι το πρόβλημα όταν μία κυβέρνηση διαθέτει το επιπρόσθετο σε σχέση με το προβλεπόμενο από τη συμφωνία πλεόνασμα για σκοπούς που η ίδια θεωρεί σωστούς;

Κανείς δεν θέτει θέμα κυριαρχίας της χώρας. Ωστόσο στις Βρυξέλλες αποφασίστηκε ότι θα υπάρχει ενημέρωση και συμφωνία για τα μέτρα. Και αυτό δεν έγινε. Ηταν μονομερείς αποφάσεις, ενώ δύο ημέρες πριν είχε αποφασιστεί ελάφρυνση χρέους για την Ελλάδα από τους άλλους εταίρους. Οταν παίρνεις τον Δεκέμβριο το μήνυμα θέλουμε να βοηθήσουμε την Ελλάδα με μειώσεις επιτοκίων και μερικές ημέρες αργότερα αποφασίζονται μέτρα χωρίς συνεννόηση, καταστρέφεται η εμπιστοσύνη. Οταν η Ελλάδα αρχίσει να στέκεται στα πόδια της, πρέπει να εφαρμοστούν και πολιτικές ελάφρυνσης των πολιτών, για να δουν ότι τα μέτρα, όσο δύσκολος κι αν είναι ο δρόμος, στοχεύουν στο τέλος στη βελτίωση της θέσης τους. Αυτή είναι η βασική επιδίωξη και του προέδρου της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Οχι μόνο τεχνοκρατική προσέγγιση όπως του ΔΝΤ σε μία σχέση πιστωτή – δανειολήπτη, αλλά και πολιτικές ελάφρυνσης των πολιτών όταν επιτευχθούν πλεονάσματα. Ολα όμως με συνεννόηση. Εκεί κάνει λάθος ο Τσίπρας.

Στην Ελλάδα πολλοί πιστεύουν ότι το φρένο στην υλοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους και η δυστοκία στη δεύτερη αξιολόγηση είναι αποτέλεσμα μιας τακτικής κωλυσιεργίας του γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προκειμένου να υποσκάψει τον Τσίπρα και την κυβέρνησή του.

Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι μία φωνή στο Eurogroup, λέει επ’ αυτού παρόμοια με όσα λέει και ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Είμαστε στο πλευρό της Ελλάδας, μείναμε φίλοι της Ελλάδας και σε δύσκολες στιγμές τους πρώτους μήνες της κυβέρνησης Τσίπρα. Στόχος μας ήταν πάντα η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, να μείνει ένας σταθερός εταίρος στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Χρειαζόμαστε ουδέτερη αξιολόγηση των αριθμών από το Eurogroup και την Κομισιόν, για να ληφθούν οι πολιτικές αποφάσεις. Διότι όλες οι πλευρές έχουν συμφέροντα, και οι πιστωτές, και η Ελλάδα.

Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο τρίτο πρόγραμμα παραμένει ακόμα ανοιχτή. Μία λύση θα ήταν να περιοριστεί στον ρόλο του τεχνικού συμβούλου. Γιατί δεν το δέχεστε;

Το ΔΝΤ συμμετείχε στα προγράμματα που εφαρμόστηκαν σε πέντε χώρες και ολοκληρώθηκαν επιτυχώς σε τέσσερις –Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Κύπρος -, κάποιες έχουν και μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης. Συμφωνήθηκαν από κοινού με το ΔΝΤ, η συνεργασία με το Ταμείο ήταν επιτυχής, παρά τις ελλείψεις που πρέπει επίσης να δούμε. Γι’ αυτό το ΔΝΤ πρέπει να μείνει μέχρι τέλους στο ελληνικό πρόγραμμα. Βέβαια από το 2008-09 μέχρι τώρα η ΕΕ στην Κομισιόν και στο Eurogroup απέκτησε μεγάλη εμπειρία στη διαμόρφωση και επιτήρηση προγραμμάτων. Γι’ αυτό λέω: Ναι, να παραμείνει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά η ΕΕ πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί από τις αποφάσεις του ΔΝΤ. Εχουμε στο μεταξύ αρκετή αυτοπεποίθηση να αποφασίζουμε τι είναι σωστό για την Ευρώπη.

Αυτό, κύριε Βέμπερ, είναι ένα ακόμη επιχείρημα ότι δεν χρειαζόμαστε πλέον το ΔΝΤ.

Το ΔΝΤ με την εμπειρία του ήταν πολύτιμο και πρέπει να παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα. Είναι επίσης ζήτημα ισότιμης μεταχείρισης με τις άλλες χώρες που μπήκαν σε πρόγραμμα και έπρεπε να μετρηθούν με το ΔΝΤ. Το βασικό θέμα για την Ελλάδα είναι η βιωσιμότητα του χρέους. Για τον τωρινό προϋπολογισμό της Ελλάδας δεν είναι καθοριστικό το χρέος. Και στο Eurogroup του Δεκεμβρίου αποφασίστηκαν πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης χρέους. Γι’ αυτό το λέω καθαρά: η μονομερής απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης τον Δεκέμβριο για αυξήσεις δαπανών διέρρηξε την εμπιστοσύνη και απομάκρυνε, δυστυχώς, σκέψεις προσέγγισης σε ένα κούρεμα χρέους. Διότι η βιωσιμότητα του χρέους και η διασφάλισή της προϋποθέτουν την εμπιστοσύνη στην ελληνική κυβέρνηση, ότι μετά από ένα κούρεμα χρέους θα τηρήσει τα συμφωνηθέντα. Γι’ αυτό πιστεύω ότι δεν είναι τώρα η σωστή στιγμή για ένα κούρεμα χρέους. Θα αποφασιστεί, όταν θα ολοκληρωθεί το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.

Οταν λέτε ότι κούρεμα χρέους δεν είναι της παρούσης, σημαίνει ότι μπορεί να γίνει αργότερα;

Σήμερα δεν τίθεται θέμα για κούρεμα του χρέους. Το πώς θα εξελιχτεί μεσο-μακροπρόθεσμα είναι στο χέρι των ελλήνων εταίρων. Καθοριστικό ρόλο παίζει η εμπιστοσύνη. Αλλιώς δεν θα βρείτε κανέναν πιστωτή, καμία χώρα που έχει φορολογουμένους –και δεν μιλάμε θεωρητικά για λεφτά, αλλά για τον λιθουανό οικοδόμο, τη σλοβάκα νηπιαγωγό, τον γερμανό εργάτη σε αυτοκινητοβιομηχανία που πληρώνουν φόρους προκειμένου άλλα κράτη να αντιμετωπίζουν και να ρυθμίζουν τα χρέη τους. Στο Ευρωκοινοβούλιο είχαμε πολλές συζητήσεις για Λιθουανούς, Λετονούς που πέρασαν δύσκολες εποχές και είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν την Ελλάδα στη δύσκολη αυτή περίοδο. Αλλά αυτό προϋποθέτει εμπιστοσύνη, την οποία ο κ. Τσίπρας διέρρηξε. Δυστυχώς.

Μπορείτε να φανταστείτε μία συζήτηση για τέταρτο πρόγραμμα στην Ελλάδα;

Σήμερα δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. Ζητούμενο είναι να εφαρμοστεί το τρέχον πρόγραμμα. Για τα επόμενα βήματα, είτε κούρεμα χρέους είτε περαιτέρω μέτρα, μπορούμε να μιλήσουμε μόνον όταν ξέρουμε ότι τα σημερινά μέτρα εφαρμόζονται.

Κύριε Βέμπερ, εκτός από την κρίση χρέους, η Ελλάδα πρέπει να τα βγάλει πέρα και με τους πρόσφυγες. Βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου των μεταναστευτικών ροών από την Τουρκία και από τον Μάρτιο απειλείται με την επιστροφή προσφύγων από άλλες χώρες βάσει του συστήματος Δουβλίνου. Δεν είναι αναμενόμενο να μην αντέξει;

Η Κομισιόν διαπίστωσε σε τεχνικό επίπεδο ότι η Ελλάδα ανταποκρίνεται και πάλι στις υποχρεώσεις του Σένγκεν. Αυτό είναι κατ’ αρχήν καλή είδηση για την Ελλάδα. Αλλά είναι η τεχνική, η νομική πλευρά. Πολιτικά κάνω έκκληση στις ευρωπαϊκές χώρες να μην επιστρέψουν κανέναν πρόσφυγα στην Ελλάδα όπως προβλέπει το σύστημα Δουβλίνου. Πολιτικά είναι ανεύθυνο να αποσταλούν πρόσφυγες πίσω στην Ελλάδα, μία χώρα στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης που ήδη σήμερα σηκώνει υπέρογκο βάρος και ευθύνη. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό πρόσθετο βάρος με επιστροφή προσφύγων από την Ευρώπη. Αλλωστε αυτή τη στιγμή επιχειρείται μία συνολική αναθεώρηση του συστήματος Δουβλίνου. Χρειαζόμαστε νέες απαντήσεις σε αυτό το μεγάλο ζήτημα.

Ούτως ή άλλως, το Δουβλίνο ντε φάκτο έπαψε από καιρό να λειτουργεί.

Το κεντρικό ζήτημα στην αναθεώρηση του Δουβλίνου είναι ότι στο Προσφυγικό δεν υπάρχει εθνική απάντηση αλλά ευρωπαϊκή, με δύο σκέλη. Αφενός ασφάλεια των εξωτερικών συνόρων όπου θα εξετάζεται εάν ένας πρόσφυγας έχει προοπτική ασύλου στην Ευρώπη. Αφετέρου χρειαζόμαστε μία δικλίδα αλληλεγγύης στην ΕΕ. Πρέπει να θεσπιστεί δεσμευτική ποσόστωση για τη δίκαιη κατανομή των προσφύγων. Η Ευρώπη εδράζεται στην ιδέα της αλληλεγγύης. Και χρειαζόμαστε ειδικά από τους Ανατολικοευρωπαίους το μήνυμα ότι είναι πρόθυμοι να δείξουν αλληλεγγύη στην προσφυγική κρίση.

Αυτή είναι μία ακόμη έκκληση. Σκέφτεστε και μέτρα επιβολής της αλληλεγγύης στους απρόθυμους;

Ο προϋπολογισμός της ΕΕ με τα διαρθρωτικά ταμεία είναι σημαντικός πυλώνας αλληλεγγύης. Δεν επιθυμώ μία συζήτηση για μείωση ή πάγωμα κονδυλίων για χώρες που δεν είναι αλληλέγγυες στην προσφυγική κρίση. Αλλά πιστεύω ότι το ζήτημα θα τεθεί εάν οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης συνεχίσουν να αντιλαμβάνονται την αλληλεγγύη ως μονόδρομο και την αρνούνται π.χ. στην Ελλάδα. Δεν αποκλείω μια τέτοια συζήτηση, και αυτό πρέπει να το γνωρίζουν αυτές οι χώρες.