Πριν καλά καλά ξεκινήσει ο καινούργιος χρόνος σπρώχνονται προς τα πίσω όλα τα κρίσιμα ορόσημά του για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την έξοδο στις αγορές.

Η κατάσταση θυμίζει την αγωνία που έχει εκφράσει ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος για είσοδο της ελληνικής οικονομίας σε «διακεκαυμένη ζώνη». Αν όλος ο σχεδιασμός καθυστερήσει πέραν του Φεβρουαρίου, υπάρχει κίνδυνος να τιναχθεί εντελώς στον αέρα λόγω της εισόδου στην προεκλογική περίοδο τριών σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών (Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία). Κυρίως, όμως, θα έχει χαθεί η δυναμική που δίνει στην οικονομία η προοπτική ολοκλήρωσης της αξιολόγησης: η εμπιστοσύνη θα κλονισθεί, οι τράπεζες δεν θα ενισχύσουν εγκαίρως τη ρευστότητα, η ανάκαμψη θα καθυστερήσει και η έξοδος στις αγορές θα μετατεθεί επίσης για αργότερα. Κάτι τέτοιο, αναφέρουν τραπεζικές πηγές, μπορεί ακόμη και να επηρεάσει την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών στα stress test του 2018, δημιουργώντας νέες ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης, ενώ το Μνημόνιο θα βρίσκεται στη λήξη του και δεν θα υπάρχουν άλλα διαθέσιμα κεφάλαια.

Το οικονομικό επιτελείο βλέπει τον κίνδυνο και ανησυχεί. Ο στόχος του είναι να εξασφαλίσει την επιστροφή των δανειστών αμέσως μετά το EuroWorking Group της 12ης Ιανουαρίου ώστε να επαναληφθούν άμεσα οι διαδικασίες της αξιολόγησης.

Ανεπισήμως, ωστόσο, κάποιες κυβερνητικές πηγές αναγνωρίζουν ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης στο Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου είναι μάλλον ανέφικτη και ως πιο ρεαλιστικός στόχος εμφανίζεται πλέον το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου.

Πηγές των δανειστών, εξάλλου, θεωρούν ότι το EuroWorking Group της 12ης Ιανουαρίου θα αποφανθεί μόνο για το ξεπάγωμα των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και ότι για την επιστροφή των δανειστών θα αποφασίσει πιθανότατα το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου. Ετσι, θα έχει χαθεί άλλος ένας κρίσιμος μήνας.

ΤΙ ΘΕΛΕΙ Η ΕΚΤ. Το αισιόδοξο σενάριο για την κυβέρνηση είναι πλέον η απόφαση για ολοκλήρωση της αξιολόγησης στις 20 Φεβρουαρίου, έτσι ώστε η ΕΚΤ να αποφασίσει την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στο επόμενο διοικητικό της συμβούλιο στις 9 Μαρτίου. Ωστόσο, ο Μπενουά Κερέ, με τις δηλώσεις του στη γερμανική εφημερίδα «Boersen Zeitung» την περασμένη εβδομάδα, φανέρωσε ότι τα πράγματα για την ένταξη στο περίφημο QE δεν θα είναι τόσο απλά.

Συγκεκριμένα, είπε ότι για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους και την ένταξη της Ελλάδα στο QE «θα χρειαστούν επίσης (σ.σ. εκτός από τα βραχυπρόθεσμα) και μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος», ενώ έκανε αναφορά και σε «ισχυρές παραδοχές για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018».

Οι δηλώσεις προκάλεσαν αίσθηση καθώς για πρώτη φορά η ΕΚΤ μίλησε δημοσίως για την ανάγκη μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, που αποτελούν κόκκινο πανί για τη Γερμανία. Σύμφωνα με πληροφορίες, ωστόσο, η συζήτηση αυτή έχει ήδη γίνει στο εσωτερικό του ΔΣ της ΕΚΤ.

Συγκεκριμένα, πηγές που γνωρίζουν τις διεργασίες στο εσωτερικό της ΕΚΤ αναφέρουν ότι για να εγκρίνει η Φρανκφούρτη την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE θέτει τρεις προϋποθέσεις:

n Πρώτον, την ολοκλήρωση οπωσδήποτε της αξιολόγησης.

n Δεύτερον, κι αυτό είναι το νέο, μια σαφέστερη δέσμευση της ευρωζώνης για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Αυτή θα μπορούσε να πάρει τη μορφή μιας «ισχυρής δήλωσης» του Eurogroup, όπως δεν έχει κάνει μέχρι στιγμής. Αντίθετα, το Eurogroup του περασμένου Μαΐου έχει περιοριστεί σε ανάληψη υποχρέωσης μετά το 2018 και μόνο εφόσον χρειαστεί.

n Τρίτον, την επίλυση της εκκρεμότητας με τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Ιδανικά, αναφέρουν οι πηγές, η ΕΚΤ θα ήθελε το ΔΝΤ μέσα στο πρόγραμμα. Αλλωστε, οι θέσεις του Κερέ κινούνται στη γραμμή του Ταμείου.

Η ΕΚΤ, λένε οι ίδιες πηγές, θα μπορούσε να δεχθεί τη μη συμμετοχή του ΔΝΤ μόνο αν αυτή αποφασιζόταν με εντολή της νέας αμερικανικής κυβέρνησης και έτσι δεν συνδεόταν με αρνητική τεχνοκρατική έκθεση για την ελληνική οικονομία αλλά με πολιτικές επιλογές. Κάτι τέτοιο θα φανεί μετά τις 20 Ιανουαρίου που αναλαμβάνει καθήκοντα η νέα κυβέρνηση ΗΠΑ.

ΤΑ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΑ. Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης μεταθέτει και την είσπραξη της δόσης των 6,1 δισ. ευρώ που της αντιστοιχούν.

Η κυβέρνηση, πάντως, σύμφωνα με υψηλόβαθμες πηγές του υπουργείου Οικονομικών, θεωρεί ότι ανεξάρτητα από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης μπορούν να εισπραχθούν τουλάχιστον τα κονδύλια που είχαν αποφασιστεί στο Eurogroup του περασμένου Μαΐου για την πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Πρόκειται για άλλα 3,5 δισ. από τα συνολικά 7 δισ. που είχαν εγκριθεί γι’ αυτό τον σκοπό, αφού τα μισά ήδη δόθηκαν τον περασμένο χρόνο.

Αυτά θα δοθούν κανονικά σε δύο δόσεις, 3-4 μηνών, αφού πρώτα πιστοποιηθεί ότι απορροφήθηκε το 80% της προηγούμενης. Η πρώτη δόση, 1,7 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, αναμένεται να δοθεί με βάση την απορροφητικότητα του τέλους Φεβρουαρίου, η οποία πιστοποιείται ένα μήνα μετά.

Η εκτίμηση αναλυτών στην Ευρώπη, ωστόσο, είναι ότι δύσκολα θα γίνει οποιαδήποτε εκταμίευση χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η αξιολόγηση. Ούτως ή άλλως, όμως, αν φτάσουμε ώς το τέλος Μαρτίου χωρίς την αξιολόγηση, το πρόβλημα θα είναι πολύ μεγαλύτερο από την εκταμίευση της δόσης για τα ληξιπρόθεσμα.