Κατά πως τραγουδούσε πολύ παλιότερα ο νομπελίστας Μπομπ Ντίλαν, «the times they are a-changing» –«οι καιροί α-αλλάζουν» σε ροκ ελληνική μετάφραση. Αυτό που κυρίως αλλάζει είναι η αποσύνδεση ενός εν δυνάμει πλειοψηφικού μέρους της κοινωνίας από τις ελίτ. Ποιες ελίτ; Τις ελίτ της πολιτικής –και μάλιστα ανεξαρτήτως κόμματος. Τις ελίτ των ΜΜΕ –αναλυτές, δημοσιογράφους και δημοσκόπους. Τις ελίτ της διανόησης –πανεπιστημιακούς, διανοουμένους –και της οικονομίας –τραπεζίτες, επιχειρηματίες ή άλλους παράγοντες. Στις ΗΠΑ ο Τραμπ τούς κέρδισε όλους. Και με την έννοια ότι έχασαν απέναντί του, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί, οι Μπους και ο Ομπάμα, τα media και οι διαμορφωτές γνώμης. Αλλά και με την έννοια ότι ηττήθηκαν οι προβλέψεις τους. Ο κόσμος που ψήφισε Τραμπ –και η νίκη του είναι καθαρή –κινήθηκε κάτω από τα ραντάρ μετρήσεων και αναλύσεων. Η περίφημη «σιωπηλή πλειοψηφία» του Νίξον πήρε την εκδίκησή της απέναντι στο κατεστημένο.

Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πολλά. Το εκλογικό αποτέλεσμα στις ΗΠΑ μοιάζει με το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 στην Ελλάδα. Οπως μοιάζει και με το Brexit. Η εποχή των δημαγωγών ανατέλλει, περισσότερο όμως από αυτή –διότι λαϊκιστές υπήρχαν πάντα –διαγράφεται μια εποχή ανυπόκτακτη στα συντεταγμένα συστήματα εξουσίας όπως ώς τώρα τα ξέραμε. Οσο κι αν οι γενικεύσεις είναι απλοϊκές, η τάση είναι γενική. Και δείχνει πως κάτι είναι σάπιο –όχι τόσο στις δημοκρατίες όσο στην παγκοσμιοποίηση. Είναι η παγκοσμιοποίηση –η παντοδυναμία των αγορών, η μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων σε χώρες με χαμηλότερα κόστη, τα φθηνά εργατικά χέρια στην επικράτεια του G20 –που πιέζει την αγορά εργασίας και συμπιέζει το κοινωνικό κράτος στη Δύση. Με τη μετανάστευση να λειτουργεί σαν καταλύτης του άγχους μιας μεσαίας τάξης σε διαρκή έκπτωση –το περίφημο «declassement» που λένε οι Γάλλοι. Ανίκανη να βρει έκφραση, παγιδευμένη σε διαρκή φτωχοποίηση, η μεσαία τάξη θέλει να καταψηφίσει αυτούς που της λένε ότι δεν γίνεται αλλιώς. Και, εν πάση περιπτώσει, αυτούς που την έφεραν εκεί.

Ο κύκλος της παγκοσμιοποίησης –που ξεκίνησε το 1990 –κλείνει λοιπόν. Ο οικονομικός εθνικισμός πάει χέρι χέρι με έναν νέο απομονωτισμό στα θέματα του διεθνούς εμπορίου. Από εκεί και πέρα υπάρχει το ειδικό βάρος της αμερικανικής εκλογής. Η Ουάσιγκτον είναι ο σταθεροποιητής του διεθνούς συστήματος. Τι από τη ρητορική του Τραμπ θα γίνει μοντέλο διακυβέρνησης και τι θα ξεχαστεί στην πορεία; Η περίπτωση Ρίγκαν, στο ψυχροπολεμικό της πλαίσιο, δείχνει ότι το πρόσωπο ενός νέου προέδρου και οι ιδεολογικές πεποιθήσεις του δεν αλλάζουν επειδή θα μπει στον Λευκό Οίκο. Με την άδεια της Τερίζα Μέι που είπε ότι «το Brexit είναι το Brexit», έτσι, εις δόξαν της ταυτολογίας, και «ο Τραμπ είναι ο Τραμπ». Κι αν μας επιτρέπεται λίγη χαιρεκακία –η γερμανική «Schadenfreude» –τελικά δεν ήταν η ελαττωματική ελληνική δημοκρατία που παρήγαγε τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ή τους Λεβέντηδες και τους Μιχαλολιάκους. Υστερα από μια πενταετία σιωπηρής ενοχοποίησης της ελληνικής ελίτ και των φιλευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων από τους ξένους που έσπευσαν να τα βρουν με τους Τσιπραίους, αποδεικνύεται ότι αντιδραστικά φαινόμενα ακραίου λαϊκισμού παράγουν και άλλες κοινωνίες, με ελίτ αλαζονικές. Καληνύχτα, λοιπόν, κύριε Κρούγκμαν, που μας κάνετε μαθήματα δραχμής εδώ και μερικά χρόνια.

Συνεπώς, είναι το οικονομικό μοντέλο, ηλίθιοι. Αφού δεν άλλαξε έγκαιρα και ξεπάτωσε τα πάντα η λιτότητα –νεοφιλελεύθερη στους Αγγλο-αμερικανούς και γερμανοκίνητη στην Ευρώπη –ήρθε η ώρα να ξηλωθεί από τις ορδές μιας μαύρης τάξης που έρχεται. Εν πολλοίς, όλα όσα εικονογραφεί ο Κεν Λόουτς στο «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», κινηματογραφική ωδή στη χαμένη αξιοπρέπεια των πατημένων τάξεων και την ύβρη των ελίτ που προκαλούν μια εκλογική νέμεση.