Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο εγγλέζος πρόεδρος μιας πολυεθνικής δισκογραφικής επισκέφθηκε το παράρτημά της στην Αθήνα. Ο εδώ διευθυντής τού έβαλε με καμάρι στο πικάπ το άλμπουμ το οποίο είχε γίνει τρεις φορές πλατινένιο σπάζοντας όλα τα ρεκόρ. Στα πρώτα λυγμικά τσακίσματα της φωνής του τραγουδιστή, ο Εγγλέζος συνοφρυώθηκε. «Με κοροϊδεύεις; Παιδικό δίσκο μού έβαλες;». «Μα πώς;» εξεπλάγη ο Ελληνας. «Δεν σας αγγίζει το πάθος; Ο καημός; Είναι ό,τι πιο ερωτικό!». «Τι να σου πω, αγόρι μου» γέλασε ο Εγγλέζος. «Αφού πουλάει, εύγε σου. Εμένα πάντως μου ακούγεται σαν τον Γούντυ τον Τρυποκάρυδο».

Σε γέλια –πικρά –ξεσπάω κι εγώ όποτε ακούω ξένους να πλέκουν το εγκώμιο του Γιάνη Βαρουφάκη –«μεταμοντέρνο Τσε Γκεβάρα» μου τον χαρακτήρισε τις προάλλες στο Λονδίνο μια ολλανδέζα φοιτήτρια. «Μα δεν καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για έναν εμμονικό νάρκισσο, που εν μέσω της πιο κρίσιμης για τον λαό του διαπραγμάτευσης χαιρόταν να γίνεται ποπ είδωλο, στάμπα σε μπλουζάκια και φλιτζάνια;» εξανέστην. Οχι, δεν καταλάβαινε. Και πώς να καταλάβει εφόσον η ίδια βρισκόταν εντελώς εκτός πλαισίου; Ή μάλλον σε ολότελα διαφορετικό πλαίσιο από μένα;

«Η κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης ιστορίας είναι η παρανόηση» μου είχε εξηγήσει κάποτε ένας σπουδαίος ψυχίατρος. «Λες εσύ κάτι κι εγώ –για να το κατανοήσω –το εντάσσω αυτόματα στο προσωπικό μου σύστημα αντιλήψεων, αξιών, συναισθημάτων. Το “κάνω δικό μου”. Δηλαδή το αλλοιώνω. Σε αυτό το αλλοιωμένο μήνυμα απαντάω. Εισπράττεις εσύ την απάντησή μου και την αλλοιώνεις έτι περαιτέρω. Νομίζουμε ότι συνεννοούμαστε, πως επικοινωνούμε, ότι μιλάμε έστω για το ίδιο πράγμα. Πρόκειται στην πραγματικότητα για έναν διάλογο ημίκουφων, οι οποίοι περισσότερο φαντάζονται παρά ακούν τα λόγια του συνομιλητή τους». «Και πώς βγαίνει άκρη;». «Μα δεν βγαίνει! Ολα εξελίσσονται στο περίπου. Ολα συμβαίνουν μέσες – άκρες. Εάν διαβάζαμε τις παράλληλες σκέψεις δυο νεονύμφων στα σκαλιά της εκκλησίας, θα φρίτταμε. Ή θα ξεκαρδιζόμασταν. Εάν ανατρέχαμε στο 1789 και μαθαίναμε τι προσδοκίες είχαν τα πλήθη ενώ γκρέμιζαν τη Βαστίλλη, θα σοκαριζόμασταν με τον αρχικό χαρακτήρα εκείνου που αργότερα ονομάστηκε Γαλλική Επανάσταση… Ο κόσμος μας είναι μια απέραντη αίθουσα με παραμορφωτικούς καθρέφτες».

Παρακολουθώ τον Ντόναλντ Τραμπ. Η πορτοκαλί του κόμμωση και μόνο θα μου απαγόρευε να τον πάρω στα σοβαρά. Η προεκλογική ρητορική του θα με έκανε έξω φρενών. Με βάση την αισθητική και την ηθική μου, ο Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί ένα μοχθηρό καρτούν. Εναν γκροτέσκο κακό, βγαλμένο όχι από τραγωδία του Σαίξπηρ αλλά από ταινία του Ντίσνεϊ. Για μένα. Και για εσάς, υποθέτω.

Τι σχέση έχουμε εμείς με τον βιομηχανικό εργάτη, άνεργο ή αγρότη των μεσοδυτικών πολιτειών, ο οποίος δεν ξέρει όχι πού πέφτει η Ελλάδα, μα ούτε καν η Νέα Υόρκη; Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε τους ανθρώπους που ντύνονται καουμπόηδες –με μπότες και πλατύγυρα καπέλα –όχι τις Απόκριες, αλλά στις πιο επίσημες στιγμές της ζωής τους; (Μην τους κοιτάτε αφ’ υψηλού διότι καταντάτε ρατσιστές, σαν εκείνους που αναθεματίζετε…).

Στους παραπάνω πληθυσμούς απευθύνθηκε ο Τραμπ. Τους δικούς τους κώδικες υιοθέτησε ή μιμήθηκε επιτυχέστατα. Τις δικές τους αγωνίες καλμάρισε, το δικό τους χιούμορ γαργάλησε με τα αστεία του. Στο χρυσοποίκιλτο –φρικτά κακόγουστο για εμάς –προσωπικό του success story προέβαλαν εκατομμύρια πολίτες τα όνειρά τους. Οπως κάποια άλλα εκατομμύρια είχαν προ οκταετίας ταυτιστεί με την ιστορία του Μπαράκ Ομπάμα.

Κάνουν αυτά τον Ντόναλντ Τραμπ λιγότερο σοβινιστή, χυδαίο, επικίνδυνο; Ισως και να τον κάνουν. Πρόσωπα όπως ο άρτι εκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ δεν αποτελούν συνήθως φορείς, αλλά απλούς ξενιστές ιδεών. Στον πυρήνα του «εγώ» τους δεν χωράει παρά το προσωπικό τους συμφέρον. Εάν τον συμφέρει, ο Τραμπ ως πλανητάρχης θα κινηθεί πολύ πιο ρεαλιστικά, μετριοπαθώς, συμφιλιωτικά από όσο φοβόμαστε.

Και τότε εμείς θα νομίζουμε ότι τον κατανοούμε. Ενώ οι ψηφοφόροι του θα νομίζουν ότι τους πρόδωσε.