«Το θράσος των τζογαδόρων είναι βασισμένο στην αίσθηση αθανασίας που γεννιέται από κάθε μικρή ή μεγάλη νίκη. Στις νίκες ο τζογαδόρος από ον με παθολογική εξάρτηση μετατρέπεται σε τολμηρό ειδικό που βλέπει τους κόπους του να ανταμείβονται. Νικητής για λίγη ή περισσότερη ώρα, προλαβαίνει να κοιτάξει τον πρόσφατα ηττημένο εαυτό του και να του κουνήσει το δάχτυλο για το βιαστικό και απρόσεχτο παίξιμό του».

Τάδε έφη Ηλίας Αναστασιάδης. Τριάντα τριών ετών σήμερα, δημοσιογράφος σε νέα ψηφιακά Μέσα και περιοδικά, συνοψίζει όλη την ψυχοσύνθεση των τζογαδόρων στο παραπάνω απόσπασμα που αλιεύω από το απολαυστικό του βιβλίο «Δευτέρα» (εκδόσεις Key Books) που σε αποκλειστικότητα παρουσιάζουμε στο «Βιβλιοδρόμιο».

Ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας επιχειρεί κάτι τολμηρό. Εξομολογητικό. Σχεδόν πικρό. Περιγράφει χωρίς φόβο και χωρίς πάθος την κλινική του εξάρτηση από τον ψηφιακό τζόγο. Από τα online τραπέζια στα οποία κάθησε για δεκατρία γεμάτα χρόνια, νύχτες ολόκληρες μέχρι να συνειδητοποιήσει σε μια καμπή της ζωής του πως χρειάζεται βοήθεια και πως είναι εξαρτημένος.

«Είχα απολυθεί από μια δουλειά και πριν βρω την επόμενη είχα φάει σε μια εβδομάδα την υψηλή αποζημίωση» μου λέει ο ίδιος.

Ο Ηλίας Αναστασιάδης, ένα παιδί του καιρού μας, ακολούθησε για δυόμισι χρόνια πρόγραμμα απεξάρτησης με ομαδικές συνεδρίες –παρεμπιπτόντως τις παρακολουθούσαν εθισμένοι και από το χρηματιστήριο! Ενδιάμεσα ο συγγραφέας είχε και υποτροπές. Το γράψιμό του, γρήγορο, κοφτό, αληθινό, είναι το στοιχείο που ενισχύει την αυτοβιογραφική και σχεδόν δοκιμιακή «Δευτέρα». Και που ταυτόχρονα την καθιστά ένα ντοκουμέντο μιας γενιάς που έζησε το Ιντερνετ από τη ληξιαρχική πράξη γέννησής του μέχρι τη σημερινή του ηγεμονία σε όλες τις πτυχές της ζωής. Και βέβαια στον τζόγο. Γιατί όμως το βιβλίο του έχει τίτλο «Δευτέρα»; «Δευτέρα είχαμε τις συνεδρίες. Μια δεύτερη ανάγνωση βέβαια είναι πως η Δευτέρα σηματοδοτεί τη δεύτερη ευκαιρία που δίνουμε στον εαυτό μας» μου λέει σε συνομιλία μας.

Ο Αναστασιάδης ανατέμνει την εποχή, τη γενιά του, την έξη στον τζόγο και συγχρόνως μιλάει για το σήμερα χωρίς να στενεύει το πεδίο του. Με αφορμή τον τζόγο κάνει ένα κοινωνικό σχόλιο. Και με αφορμή το σήμερα, μας ξεναγεί στα του τζόγου. Ο ίδιος έφτασε να παίζει 30 σερί ώρες απ’ το κομπιούτερ του χωρίς καφέ ή φαγητό, να φορτώνει τις κάρτες του ή του πατέρα του, να απελπίζεται αλλά και να τσιτώνει από το σασπένς της τύχης και του παιξίματος. Σήμερα, ο ίδιος βλέπει πως ζούμε την αυτοκρατορία του τζόγου. Η έξη κλιμακώνεται. Αυτό έχει διαφορά απ’ τον «κοινωνικό παίκτη» που παίζει λίγο ή ως μέρος και επιλογή μιας κοινωνικότητας. «Μακάρι να ήμουν έτσι» μου λέει ο Ηλίας Αναστασιάδης. Σήμερα δεν παίζει καθόλου πια τζόγο. Σήμερα μόνο γράφει.

Απόσπασμα

Σε ένα παράλληλο σύμπαν

«Ανοιξα τον φάκελο με τη δισκογραφία των Interpol, ρίζωσα τα ακουστικά στα αφτιά μου και άνοιξα την εφαρμογή της William Hill για το καζίνο. Ζήτησα 30 ευρώ από την Diner’s του μπαμπά, έκανα κλικ και εμφανίστηκε το πράσινο τικ, την ώρα που οι κιθάρες στην εισαγωγή του «Slow Hands»» ανέβαζαν τη διάθεσή μου. Είχα 30 ευρώ διαθέσιμα για τζογάρισμα στο λογαριασμό του καζίνο. Μπήκα σε ένα ομαδικό τραπέζι μπλακ τζακ, με άλλους πέντε να κάθονται στις εικονικές καρέκλες αριστερά μου. Τους χαμογέλασα και έγνεψα προς τα κάτω εν είδει χαιρετισμού. Δεν έβλεπα κανέναν· και δεν με έβλεπε κανείς. Ημουν ήδη σε ένα παράλληλο σύμπαν».

Απόσπασμα

Η βραδιά ήταν κομμένη και ραμμένη για μπλακ τζακ

«Παρότι το πρωινό ξύπνημα για δουλειά ήταν πράγματι πρωινό –ήμουν στο τυροπιτάδικο από τις εφτάμισι -, τα τελευταία βράδια έπαιζα τουλάχιστον μέχρι τις τρεις τα ξημερώματα. Τη μια μέρα θα ήταν «ζωντανό» μπέιζμπολ, την άλλη εικονικές κυνοδρομίες (ή ιπποδρομίες, ανάλογα τα κέφια), την παράλλη μπλακ τζακ. Την ώρα που οι Placebo καληνύχτιζαν τα πλήθη από τη σκηνή, η μπίλια στη ρουλέτα του μυαλού μου καθόταν στο 21. Η βραδιά ήταν κομμένη και ραμμένη για μπλακ τζακ. Μη με ρωτάτε τι ίσχυε ώστε να θεωρώ μια βραδιά κομμένη και ραμμένη για ένα συγκεκριμένο είδος τζόγου. Δεν άλλαζε κάτι στο φεγγάρι τις φορές που διάλεγα να τζογάρω σε έναν αγώνα μπέιζμπολ αντί να παίξω χαρτιά. Αλλά η βραδιά φώναζε «μπλακ τζακ». Αν όλα τα online τραπέζια μπλακ τζακ ήταν κατειλημμένα εκείνο το βράδυ, ναι, το πιο πιθανό είναι ότι θα έπεφτα για ύπνο. Μοιάζει λίγο με τις φορές που η μαμά σου σου είχε υποσχεθεί το αγαπημένο σου φαγητό –τα κανελόνια, αν μιλάμε για μένα –και, γυρνώντας από το σχολείο, αντίκριζες ένα πιάτο φασολάκια. Ε, με τέτοια ανατροπή δεδομένων, μάλλον θα έμενες νηστικός. Αλλά στο Iντερνετ υπάρχουν πάντα διαθέσιμα τραπέζια για μπλακ τζακ. Στο Ιντερνετ ο τζόγος είναι μη πεπερασμένος. Για κάθε κατειλημμένο τραπέζι υπάρχουν εκατό που σε καλούν σαν Σειρήνες».

Ηλίας Αναστασιάδης

Δευτέρα

Εκδ. Key Books, 2016, σελ. 320

Τιμή: 14 ευρώ