Η μάχη των μαχών δίνεται στο τρίγωνο Βερολίνου – Φρανκφούρτης – Ουάσιγκτον για μια λύση στο πρόβλημα του χρέους, για το οποίο δύο στους τρεις πλέον, η Κριστίν Λαγκάρντ, αλλά και ο Μάριο Ντράγκι, δηλώνουν ανοιχτά ότι δεν είναι βιώσιμο, ενώ ο τρίτος επιμένει ότι δεν είναι της παρούσης και μπορεί να αντιμετωπιστεί μετά το 2018, αφού η Αθήνα κάνει τα «μαθήματά» της καλά εφαρμόζοντας το Μνημόνιο μέχρι το τέλος.

Στη μάχη αυτή η κυβέρνηση έχει μηδαμινά περιθώρια παρέμβασης, όπως αναγνωρίζουν και τα ίδια τα στελέχη της. Ωστόσο, για να αποβεί κερδοφόρα, όλοι οι εμπλεκόμενοι της έχουν διαμηνύσει ότι έχει ένα καθήκον: να φροντίσει ώστε να τελειώσει γρήγορα η αξιολόγηση, που άρχισε χθες στο Χίλτον. Τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου δηλώνουν αποφασισμένα, αλλά πηγές των δανειστών θεωρούν βέβαιο πως όταν έρθει η ώρα να ληφθούν οι δύσκολες αποφάσεις για τα εργασιακά, τα πράγματα θα δυσκολέψουν.

«Πρέπει να ληφθούν μέτρα» για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους είπε προχθές ο Ντράγκι και πίσω από τη δήλωσή του οι αναλυτές διάβασαν ότι ο πρόεδρος της ΕΚΤ διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην κατεύθυνση αυτή. Πράγματι, πηγές που είναι σε θέση να γνωρίζουν, επιβεβαιώνουν ότι στο πλαίσιο της έντονης κινητικότητας όλων των εμπλεκόμενων μερών ο Ντράγκι παρεμβαίνει, σε ρόλο «ειρηνοποιού», ανάμεσα στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και στην Κριστίν Λαγκάρντ.

Αυτόν ακριβώς τον ρόλο, άλλωστε, υποδεικνύει και η χθεσινή δήλωση του Φραντσέσκο Ντρούντι, επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις διαπραγματεύσεις, σε συνέδριο του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου στην Αθήνα. «Η ελάφρυνση του χρέους» είπε ο Ντρούντι «πρέπει να σχεδιαστεί με τρόπο ώστε να μην αποθαρρύνει τις προσπάθειες για μεταρρυθμίσεις». Με τα λόγια αυτά, αφενός τάχθηκε υπέρ μιας ρύθμισης του χρέους (για την οποία δεν θέλει να μιλάει προς το παρόν ο Σόιμπλε) και αφετέρου συμμερίστηκε την ανησυχία του γερμανού υπουργού Οικονομικών ότι υπάρχει κίνδυνος μια ρύθμιση του χρέους να προκαλέσει εφησυχασμό στην Αθήνα και να μην προχωρήσει τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια.

Πηγές που βρίσκονται κοντά στη διαπραγμάτευση υποστηρίζουν ότι για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους θα αρκούσε μια δήλωση από την πλευρά του Eurogroup, με την οποία να εγγυάται πως οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση των τοκοχρεολυσίων δεν θα ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ για τα επόμενα 15 – 30 χρόνια. Θα χρειαζόταν μια ξεκάθαρη εγγύηση και όχι απλώς μια ευχή, διευκρινίζουν.

Οπως είναι γνωστό, ΔΝΤ και ευρωζώνη έχουν συμφωνήσει ότι το απόλυτο μέγεθος του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι ξεπερασμένο πλέον ως κριτήριο βιωσιμότητάς του και αυτό που μετράει είναι το ποσό που πρέπει να πληρώνει η χώρα κάθε χρόνο σε τοκοχρεολύσια. Αυτό δεν πρέπει να ξεπερνά το 15% του ΑΕΠ.

Με βάση το κριτήριο αυτό, η Ελλάδα είναι σε πλεονεκτική θέση για το αμέσως προσεχές μέλλον, καθώς έχει περίοδο χάριτος στην αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων στους ευρωπαίους δανειστές της, εξού και ο Σόιμπλε υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει άμεση ανάγκη ρύθμισης. Μεσοπρόθεσμα, όμως, το πρόβλημα θα ανακύψει.

Οι λύσεις που παίζουνκαι το έτος σταθμός 2018

Κατά τον Σόιμπλε –και τον επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ –το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί τότε, δηλαδή μετά το 2018. Μιλάμε βασικά για μεγάλες επιμηκύνσεις στη λήξη των ομολόγων και εξασφάλιση σταθερών και χαμηλών επιτοκίων. Για το ΔΝΤ ιδανικά θα έπρεπε να εξασφαλιστεί επιμήκυνση 20 – 30 χρόνων και επιτόκιο σταθερό στο 1,5%.

Ο αντίλογος όμως στη θέση αυτή του Σόιμπλε, τον οποίο δείχνει να συμμερίζεται και η ΕΚΤ, είναι ότι αν δεν εξασφαλιστεί από τώρα η βιωσιμότητα του χρέους, δεν θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και η χώρα δεν θα μπορέσει καν να βγει στις αγορές έως το 2018, οπότε και τελειώνει το πρόγραμμα και ο δανεισμός της.

Σύμφωνα με πληροφορίες, μάλιστα, πράγματι τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου έχουν θορυβηθεί από την προοπτική αυτή και έχουν εξετάσει τις δυνατότητες που υπάρχουν να εξασφαλιστεί ένα «μαξιλάρι» για να τα βγάλει πέρα η χώρα, σε περίπτωση που δεν υπάρξει λύση πριν από το 2018. Αλλιώς η χώρα θα κινδυνεύσει και πάλι να μην είναι σε θέση να πληρώσει τα χρέη της.

Η ένταξη στο πρόγραμμαποσοτικής χαλάρωσης

Αλλωστε, δεν θα είναι μόνο οι επενδυτές που θα αποστρέψουν το βλέμμα τους από τα ελληνικά ομόλογα σε περίπτωση μη ρύθμισης του χρέους αλλά και η ίδια η ΕΚΤ. Ο Ντράγκι είπε προχθές και ο Ντρούντι επανέλαβε χθες ότι πριν αποφασιστεί η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ πρέπει να γίνει ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους της (σ.σ. η οποία προφανώς πρέπει να το βγάζει βιώσιμο). Η ανάλυση αυτή θα λαμβάνει υπόψη τα μέτρα ανακούφισης του χρέους που θα έχουν εν τω μεταξύ αποφασιστεί.

Η ΕΚΤ, τονίζει παράγων που γνωρίζει, χρειάζεται ένα άλλοθι για να εντάξει την Ελλάδα στο QE.

Το άλλοθι μπορεί να βρεθεί και στο πλαίσιο των βραχυπρόθεσμων μέτρων που τώρα ετοιμάζονται από τον ESM και –κατά τις πληροφορίες –μπορεί να είναι αρκετά ισχυρά. Ισως όμως όχι όσο χρειάζεται για το ΔΝΤ.

Οι αναλυτές σημειώνουν ότι εκτός από τον Σόιμπλε, η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ αλλά και ο Πολ Τόμσεν πιστεύουν κατά βάθος ότι η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να είναι μέλος της ευρωζώνης. Αυτό δυσκολεύει τη διαπραγμάτευση.

Παρότι το Grexit δεν είναι αυτή τη στιγμή στο τραπέζι, σημειώνουν οι ίδιοι αναλυτές, η Ελλάδα επ’ ουδενί πρέπει να δώσει λαβή για να επανέλθει ένας τέτοιος προβληματισμός. Στο πλαίσιο αυτό, το πρώτο της καθήκον αυτή τη στιγμή είναι να τελειώσει γρήγορα και αναίμακτα την αξιολόγηση.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ντρούντι τόνισε χθες κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο συνέδριο: «Είναι σημαντικό οι ελληνικές Αρχές να συνεχίσουν να δείχνουν πλήρη δέσμευση στους στόχους και στο πρόγραμμα».

Η ελπίδα όλων, συμπλήρωσε, είναι να πετύχει η μεταρρυθμιστική προσπάθεια.

Σημειώνεται ότι στο ίδιο συνέδριο λίγο νωρίτερα ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είχε τονίσει με μήνυμά του ότι «απαιτείται η άμεση συγκεκριμενοποίηση των μέτρων για το χρέος και η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE)».

Το ΔΝΤ αποτελείµέρος της λύσης

Μέρος της λύσης του προβλήματος είναι η εξασφάλιση της επιστροφής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα τονίζουν εξάλλου οι πηγές που βρίσκονται κοντά στη διαπραγμάτευση.

Καθώς οι πλευρές ανοίγουν παρασκηνιακά τα χαρτιά τους, γίνεται σαφές ότι χωρίς τη συμμετοχή του Ταμείου θα δημιουργηθούν επιπλοκές, τις οποίες δεν είναι διατεθειμένη να αντιμετωπίσει η Ευρώπη.

Η παρουσία του ΔΝΤ, τονίζουν οι ίδιες πηγές, αποτελεί εγγύηση για τη Γερμανία και τους γερμανούς βουλευτές που ψήφισαν το πακέτο βοήθειας στην Ελλάδα υπό την προϋπόθεση της συμμετοχής του. Επιπλέον, αποτελεί εγγύηση για τους επενδυτές και σαφώς διευκολύνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να λάβει απόφαση για την ένταξη της χώρας στο QE. Θα ήταν πράγματι άβολο για τη Φρανκφούρτη να βγάζει βιώσιμο το ελληνικό χρέος, όταν το ΔΝΤ θεωρεί ότι δεν είναι.

«Το ΔΝΤ μας λύνει τα χέρια. Ολοι οι παράγοντες θέλουν να μπει στο πρόγραμμα» υποστηρίζουν οι πηγές.

Να τελειώσει η αξιολόγηση

Αναλυτές σημειώνουν ότι αν και το Grexit δεν είναι αυτή τη στιγμή στο τραπέζι, η Ελλάδα επ’ ουδενί πρέπει να δώσει λαβή για να επανέλθει ένας τέτοιος προβληματισμός. Στο πλαίσιο αυτό το πρώτο της καθήκον αυτή τη στιγμή είναι να τελειώσει γρήγορα και αναίμακτα την αξιολόγηση