Νέους περιορισμούς στις συναλλαγές που πραγματοποιούν μεγάλες τράπεζες σε πρώτες ύλες όπως είναι το πετρέλαιο, το αλουμίνιο και το κάρβουνο, θέλει να επιβάλει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Στόχος της Fed από την κίνηση αυτή είναι να μειωθούν οι χρηματοπιστωτικοί κίνδυνοι που απορρέουν από τη διαπραγμάτευση τέτοιων πρώτων υλών, των οποίων οι τιμές σημειώνουν συνεχείς διακυμάνσεις.

Πολλές τράπεζες της Γουόλ Στριτ έχουν εμπλακεί ενεργά τα τελευταία χρόνια στις αγοραπωλησίες, στην αποθήκευση και μεταφορά πρώτων υλών με κύριο στόχο να κερδίσουν και από την αγορά αυτή. Τώρα όμως αναγκάζονται να μειώσουν τις δραστηριότητές τους αυτές, πιεζόμενες κυρίως από τις εποπτικές Αρχές. Οι μεγαλύτεροι παίκτες στο χώρο αυτό είναι σύμφωνα με το Associated Press, η Goldman Sachs και η Morgan Stanley.

Οι βασικοί λόγοι που η Fed κινείται προς την κατεύθυνση αυτή είναι δύο. Πολλοί πιστεύουν ότι με το να αγοράζουν και να αποθηκεύουν πρώτες ύλες τράπεζες της Γουόλ Στριτ μπορούν στη συνέχεια να ανεβάζουν τις τιμές για να πωλούν για δικό τους και μόνο όφελος. Αλλοι επικριτές αναφέρουν ότι όταν μια τράπεζα δραστηριοποιείται και σε αυτό τον τομέα των εμπορευμάτων, τότε κινδυνεύει περισσότερο να δεχτεί πλήγμα από κάποιο γεγονός που δεν έχει προβλεφθεί. Ως παράδειγμα φέρνουν τη μεγάλη διαρροή πετρελαίου που σημειώθηκε το 2010 στον Κόλπο του Μεξικού. Μπορεί το ατύχημα αυτό να επηρέασε μόνο την ΒΡ και άλλες εταιρείες του πετρελαϊκού κλάδου, αλλά θα μπορούσαν να δεχτούν πλήγμα και οι τράπεζες εάν εμπλέκονταν π.χ. στη μεταφορά πετρελαίου με τάνκερ.

Οπως είπαν οι γερουσιαστές των Δημοκρατικών Σέροντ Μπράουν και Ελίζαμπεθ Ουόρεν, δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται στις μεγάλες τράπεζες να έχουν στην κατοχή τους φυσικές τοποθεσίες αποθήκευσης πετρελαίου, αγωγούς μεταφοράς καυσίμων και πετρελαιοφόρα.