Οταν ήμουν 10 ετών, οι γονείς μου, βλέποντας την αγάπη μου για τη μουσική (δεν ξεκολλούσα από το ραδιόφωνο), μου αγόρασαν ένα pick up Philips βαλιτσάκι με το ηχείο ενσωματωμένο. Αχώριστος σύντροφος. Ο πρώτος δίσκος που απέκτησα ήταν 45 στροφών. Περιείχε το «Αν θυμηθείς το όνειρό μου» και τη «Μυρτιά» των Μίκη Θεοδωράκη και Νίκου Γκάτσου. Τραγουδούσε η Γιοβάννα και ενορχηστρωτής ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Θυμάμαι πως οι γονείς μου τον είχαν αγοράσει 15 δραχμές.

Εχω πολλούς δίσκους (κυρίως βινυλίου) που τους θεωρώ πολύτιμους και συλλεκτικούς. Αρκετοί είναι 45 στροφών. Συναισθηματικά ξεχωρίζω το «Αξιον Εστί» και το «Χαμόγελο της Τζοκόντας». Και οι δύο δίσκοι είναι από την πρώτη τους έκδοση του 1964 και του 1965, αντίστοιχα. Μάλιστα το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» στην αμερικανική έκδοση, με διαφορετικό εξώφυλλο από αυτό που γνωρίζουμε και με δύο μουσικές παραπάνω. Είναι κι άλλοι πολλοί από τον χώρο της κλασικής και της όπερας. Η αξία όλης της δισκοθήκης –περίπου 35.000 βινύλια και 20.000 CDs –έχει υψηλό συναισθηματικό συμβολισμό για εμένα. Είναι από τα πολυτιμότερα και πιο αγαπημένα πράγματα που έχω.

Αγοράζω δίσκους και σήμερα στην εποχή του mp3, που λόγω της συμπίεσης του ήχου έχει εκπαιδεύσει μια γενιά να ακούει χάλια ήχο χωρίς να ξεχωρίζει την αρμονία των μουσικών οργάνων, την ενορχήστρωση και άλλα πολλά. Αγοράζω από μουσικά καταστήματα, από παλαιοπωλεία, από το Internet, αλλά όχι από συλλέκτες. Δεν μου αρέσει να παζαρεύω τιμές από ανθρώπους που εμπορεύονται έργα τέχνης. Είναι θέμα αρχής.

Επειδή συλλέγω δίσκους από τα παιδικά μου χρόνια (το χαρτζιλίκι μου πήγαινε όλο σε ό,τι είχε σχέση με τη μουσική), έχω υλικό που στις μέρες μας θεωρείται σπάνιο. Ποτέ δεν χρειάστηκε όμως να δαπανήσω πολλά χρήματα. Σε αρκετές περιπτώσεις ξόδεψα όλη την αμοιβή μου από τις συναυλίες και επέστρεψα με επιπλέον βαλίτσα για να μεταφέρω τους δίσκους.

Η δισκοθήκη μου περιέχει μουσικές από όλα τα είδη. Στηρίζομαι πάντα στην αρχή πως κάθετες γραμμές στη μουσική δεν πρέπει να υπάρχουν. Αυτό που απορρίπτω είναι το κακόηχο, το ευτελές και το λαϊκίστικο. Είμαι αντίθετος στην παραγωγή της σημερινής μουσικής βιομηχανίας παγκοσμίως, με την επιβολή συγκεκριμένου εύπεπτου ήχου και τραγουδιών με ημερομηνία λήξης. Σίγουρα ο αναλογικός ήχος είναι πιο ζεστός. Το θεωρώ κυρίως μάθημα στη μουσική μου εκπαίδευση. Το μεγαλύτερο μέρος της δισκοθήκης μου είναι ψηφιοποιημένο και μάλιστα ασυμπίεστο ψηφιακά.

Το 1986 που τραγουδούσα στο Nouveau Théâtre de Belgique στις Βρυξέλλες ανακάλυψα ένα δισκοπωλείο – παλαιοπωλείο. Εκεί βρήκα δύο δίσκους που έψαχνα χρόνια, το «Mourir à Madrid» του Maurice Jarre (45 στροφών) από την ομότιτλη ταινία του Frédéric Rossif και το πολύ σπάνιο εκείνη την εποχή «Blue» του Μάνου Χατζιδάκι. Αντίστοιχα στη Νέα Υόρκη αγόρασα πολλά soundtracks των Alex North, Dimitri Tiomkin, Max Steiner και πολλών άλλων συνθετών κινηματογραφικής μουσικής, που εκείνη την εποχή δεν μπορούσα να βρω στην Ελλάδα.