«Τώρα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ ως σαμποτέρ αξιών, ως βοηθός κάθε αλλαγής, αλλά όταν το πράγμα φτάνει στο αίμα και τη βία στους δρόμους, την κάνω και πάω για ψάρεμα». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Ντέιβιντ Κρόσμπι και θυμίζουν υπερβολικά τη σχετική τοποθέτηση των Μπιτλς στο τραγούδι τους «Revolution». Συνοψίζουν επίσης εξαιρετικά την πορεία του νεολαιίστικου κινήματος στις ΗΠΑ: από την πολιτική διαμαρτυρία στη σύγκρουση με το κατεστημένο και από κει στις υπερβολές του παραλογισμού και την εγκατάλειψη του drop out.

Ο Ντέιβιντ Πιτσάσκι, καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπράντλεϊ στο Ιλινόι, παρουσιάζει τη γένεση, τη μορφοποίηση και την εξέλιξη του κινήματος από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 έως ό,τι ο ίδιος θεωρεί θάνατό του στις αρχές του ’70. Οπως συμβαίνει συνήθως με τα σοβαρά εγχειρήματα, το βιβλίο του Πιτσάσκι είναι πολυεπίπεδο κινητοποιώντας τη σκέψη του αναγνώστη, χωρίς ωστόσο να του την καθοδηγεί σε προκατασκευασμένα συμπεράσματα. Βασικό εργαλείο ανάλυσης αποτελεί η έννοια της κίνησης, κάτι εμφανές ήδη από τον τίτλο του βιβλίου, έννοια στην οποία ο συγγραφέας επανέρχεται συχνά με μάλλον απρόσμενο (ή και αχρείαστο κάποιες φορές) τρόπο. Η επιλογή αυτή μάλλον αφαιρεί παρά προσθέτει στο ειδικό βάρος της μονογραφίας, δεδομένου ότι τείνει να αποδίδει σε μια κάπως μεταφυσική ποιότητα (την κίνηση) τη ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση των αμερικανών νέων του ’60, σε αντίθεση πάντα με την αποχαυνωτική αδράνεια που χαρακτήρισε την προηγούμενη δεκαετία. Κάτι που, συν τοις άλλοις, έρχεται σε σύγκρουση με τη βασική ερμηνευτική μέριμνα του συγγραφέα, τουτέστιν την ανάδειξη των καθαρά πολιτικών προϋποθέσεων που είχαν η νεανική κινητοποίηση στα 60s και η δυναμική του ιδεαλισμού.

Οι κρίσιμες καμπές

Η αφήγηση ακολουθεί προσεκτικά τις κρίσιμες καμπές του κινήματος μέσα από την ανάλυση τραγουδιών και στίχων που αποτελούν το ηχητικό ντοκουμέντο της εξέγερσης. Η επιλογή αυτή δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, καθώς για τη γενιά της δεκαετίας του ’60 το ροκ δεν αποτελεί απλώς τμήμα του δικού της ξεχωριστού πολιτισμού, αλλά μέρος της νεανικής επανάστασης, και μάλιστα αναπόσπαστο. Ξεκινώντας λοιπόν από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο Πιτσάσκι πηγαίνει πίσω στις ένδοξες μέρες του ροκ εντ ρολ τεκμηριώνοντας τις ανάγκες και τα αδιέξοδα που ώθησαν τους λευκούς νέους της μεσοαστικής τάξης να ανακαλύψουν τον πλούτο του αφροαμερικανικού ριθμ εντ μπλουζ. «Δεν αντέχω τα πληκτικά πράγματα» έλεγε λίγα χρόνια αργότερα ο Τζέρι Ρούμπιν, και μαζί του μάλλον δεν θα διαφωνούσαν οι νέοι που βρήκαν στον ρυθμό του ροκ εντ ρολ το αντίδοτο στην πλήξη της καθημερινότητάς τους και στην προοπτική μιας καθ’ όλα τακτοποιημένης ζωής.

Τι είναι αυτό όμως που προσέδωσε τη δεδομένη κοινωνική σημασία στο ροκ εντ ρολ; Ακριβώς το γεγονός ότι στα χέρια των νέων μετατράπηκε σε ακαταμάχητο όπλο προκειμένου να αμφισβητηθεί εν τοις πράγμασι ο κραταιός συντηρητισμός, ακρογωνιαίος λίθος της ιδεολογίας του Ψυχρού Πολέμου. Ο Πιτσάσκι πολύ σωστά αναδεικνύει τη βασικότερη (τούτη) εκ των παραμέτρων που καθόρισαν τη φυσιογνωμία του ροκ εντ ρολ, την πρόσληψή του από τον κόσμο των ενηλίκων και την κεντρική θέση που έλαβε στον αγώνα της νεολαίας ενάντια στον αυταρχισμό, τον κομφορμισμό και τον πολιτικό συντηρητισμό. Το ροκ εντ ρολ αρχικά, το ροκ στη δεκαετία του ’60, δεν ήταν απλώς μουσική και στίχοι, δεν ήταν (κατά βάση τουλάχιστον) μπίζνες, αλλά μήνυμα ρηξικέλευθο, όχημα της αμφισβήτησης και ζώσα συνείδηση της πολιτικής διαμαρτυρίας (όχι άδικα τη μερίδα του λέοντος στην ανάλυση του Πιτσάσκι γεύονται οι στίχοι του Μπομπ Ντίλαν, τον οποίο μάλιστα θεωρεί απερίφραστα άτυπο ηγέτη του κινήματος στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60). Κοντολογίς, ξεπήδησε από την ίδια μήτρα που γέννησε τις πολιτικές αξίες, τις ουτοπίες και τα ιδανικά του αγώνα ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις (στην αρχή της δεκαετίας του ’60) και κατόπιν ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Εντιμη στάση

Τούτων ρηθέντων, θα πρέπει να απονείμουμε τα εύσημα στον συγγραφέα για την κριτική και έντιμη στάση του. Μακριά από μελό συναισθηματισμούς που ήδη από τα τέλη του ’70, οπότε και εκδόθηκε το βιβλίο (1979), έδωσαν σάρκα και οστά σε ό,τι θα χαρακτηρίζαμε ρομαντισμό για τα 60s, ο Πιτσάσκι αναμοχλεύει την ιστορία του ροκ με αποκλειστικό κριτήριο την ικανότητά του να αφυπνίζει συνειδήσεις, να προωθεί αιτήματα, να στηλιτεύει την κοινωνική αδικία. Εκκινώντας από τη σαφή και ξεκάθαρη αυτή θέση, ο Πιτσάσκι δεν διστάζει να απαξιώσει, συχνά με σκληρά λόγια, ολόκληρα τμήματα του ροκ (π.χ. space rock ή art rock) και να αποκαθηλώσει ιερά τοτέμ από τη στιγμή που έχει συντελεστεί αυτό που ο ίδιος θεωρεί «ξεπούλημα» των ιδανικών του αγώνα. Μικρό παράδειγμα, η συμπερίληψη στις «στιγμές» που προτείνει ως «θάνατο» του κινήματος και τέλος της δεκαετίας, της κυκλοφορίας από τους Ρόλινγκ Στόουνς του ντοκιμαντέρ «Gimme Shelter» το 1970 με σκηνές από τη συναυλία στο Αλταμοντ, όπου και οργίασαν οι Hells Angels, με αποτέλεσμα τέσσερα άτομα να χάσουν τη ζωή τους. «Αυτή ήταν ίσως η πιο ατιμωτική πράξη απ’ όλες» σχολιάζει ο συγγραφέας επικρίνοντας τους Στόουνς για τον σοκαριστικό «επαγγελματισμό» τους. Η εστίαση στην κοινωνική σημασία του ροκ είναι ιδιαίτερα εμφανής στην κριτική στάση που τηρεί απέναντι σε καλλιτέχνες, δημιουργίες και είδη που σήμερα μπορεί να δημιουργούν δέος, ωστόσο η συνεισφορά τους στον αγώνα του κινήματος υπήρξε (σύμφωνα με τον Πιτσάσκι) αμελητέα ή και ανύπαρκτη. Από την κριτική αυτή δεν ξεφεύγουν ούτε οι Μπιτλς, τους οποίους ο Πιτσάσκι απερίφραστα θεωρεί ως τη σημαντικότερη μπάντα στην ιστορία του ροκ εντ ρολ, με συνεισφορά που μονάχα ο Ντίλαν έχει ξεπεράσει. «Μακροπρόθεσμα οι Μπιτλς έκαναν κακό στο ροκ» ισχυρίζεται, επισημαίνοντας την ευθύνη που τους αναλογεί για τη μετεξέλιξη του ροκ από επαναστατική, εύκολα κατανοητή μουσική, που δονούσε τη νεολαιίστικη εξέγερση, σε μια μορφή τέχνης αποκομμένης ουσιαστικά από το κίνημα. «Και συμβαίνει συνέχεια στην ποπ», συμπληρώνει, «αυτό που αρχίζει ως εξέγερση (να) τελειώνει ως στυλ, ως μανιέρα» (σελ. 334).

Από το μεγαλειώδες στο γελοίο

Το βιβλίο του Πιτσάσκι δεν αποτελεί απλώς μια ιστορία του ροκ στη χώρα καταγωγής του, εγχείρημα με το οποίο έχει καταπιαστεί με ιδιαίτερη επιτυχία ο Τσάρλι Γκίλετ στο βιβλίο του «Ο ήχος της πόλης». Αντίθετα, ο Πιτσάσκι τείνει να ερευνά τις πολιτισμικές, διανοητικές και πολιτικές προϋποθέσεις που διαμόρφωσαν το ροκ ερμηνεύοντας τόσο τη γιγάντωσή του όσο και το τέλος του σε σχέση πάντα με την πορεία, τις ελπίδες και εν τέλει τα αδιέξοδα που χαρακτήρισαν το κίνημα της νεολαίας στις ΗΠΑ αλλά κι ευρύτερα στον δυτικό κόσμο. Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του ίδιου του ροκ, ο Πιτσάσκι αναλύει υποδειγματικά τις συνιστώσες που οδήγησαν σταδιακά στην παρακμή του: τον προσεταιρισμό του από τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες, την αφομοίωσή του στο σύστημα, αλλά και την αδιέξοδη πορεία ενός καλλιτεχνικού αυτισμού («ψευδοκουλτούρα» τον αποκαλεί) που δεν είναι και πολύ σαφές αν οφείλεται σε ποιητική επιτήδευση (σελ. 399) ή σε εσκεμμένη ασάφεια (κι εμείς που χρόνια προσπαθούσαμε να καταλάβουμε το νόημα των μπερδεμένων στίχων του «Whiter Shade of Pale» ή του «I am the Walrus» ας μην έχουμε πια ενοχές, ο Πιτσάσκι είναι αρκετά σαφής). Παράλληλα, το χορταστικό αυτό βιβλίο αφηγείται στις περίπου 450 σελίδες του τη συνολική εξέλιξη ενός πολιτικού κινήματος που ξεκίνησε με μπόλικη δόση αγνού ιδεαλισμού στις πολιτείες του Νότου και στις μεγάλες πορείες για μια δίκαιη κοινωνία και τελικά συνετρίβη στα αδιέξοδα της βίας, του παραλογισμού, των ουσιών και του μηδενισμού. Ας πούμε ότι τα παρακάτω λόγια συνοψίζουν την εξέλιξη της δεκαετίας και του κινήματος, σύμφωνα πάντα με τον συγγραφέα: «Ολο και πιο ριζοσπαστικές ιδέες, όλο και πιο υψηλή τέχνη, όλο και πιο βιτσιόζικες φάσεις, όλο και μεγαλύτερα πλήθη, όλο και περισσότεροι αγώνες. Μετάβαση από το όμορφο στο μεγαλειώδες, από το μεγαλειώδες στο γελοίο, από το γελοίο στο απεγνωσμένο» (σελ. 442).

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι

Επί του πιεστηρίου, που λένε. Αρκετά ειπωμένο, αλλά το βιβλίο αυτό όντως διαβάζεται απνευστί. Ο Ντέιβιντ Πιτσάσκι ισορροπεί ανάμεσα σε μια «φευγάτη», ποπ γραφή και σε έναν ακαδημαϊσμό που εντυπωσιάζει. Περίπου είκοσι χρόνια μετά τον «Ηχο της πόλης» (1994) η Χίλντα Παπαδημητρίου προβαίνει σε μια μετάφραση για σεμινάριο, που διασώζει τη φρεσκάδα και την επιτηδευμένη ειρωνεία του πρωτοτύπου, ενώ θα πρέπει να σταθεί κανείς στην πολύ σοβαρή δουλειά που έχει γίνει από την ίδια στις υποσημειώσεις του κειμένου, οι οποίες διαφωτίζουν επαρκώς και με ιστορική ακρίβεια τον αναγνώστη για πρόσωπα, οργανώσεις ή καταστάσεις που (φαντάζομαι ότι) είναι οικείες στον μέσο αμερικανό αναγνώστη, αλλά όχι σε όποιον πρόκειται να διαβάσει την ελληνική έκδοση του πραγματικά πολύ σπουδαίου αυτού βιβλίου. Σε μια συγκυρία, μάλιστα, που η κληρονομιά του ’60 διεκδικείται συστηματικά από υποστηρικτές ενός άκρατου ατομικισμού που περιφέρουν την προκλητική αγένεια και τον φιλοτομαρισμό τους ως μια αντισυμβατικότητα απότοκη τάχατες της εξέγερσης του ’60, το βιβλίο του Πιτσάσκι αξίζει να διαβαστεί. Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι, όπως συνήθιζαν να λένε τις παλιές, καλές (;) εποχές.

Ο Κώστας Κατσάπης (katsapius@gmail.com) είναι ιστορικός στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας του βιβλίου «Το «πρόβλημα νεολαία». Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα (1964-1974)», Αθήνα, 2013.

David Pichaske

Μια γενιά

σε κίνηση

Μουσική και πολιτισμός τη δεκαετία του ’60

Μτφ. Χίλντα Παπαδημητρίου

Εκδ. Κουκκίδα, 2016

Σελ. 488 Τιμή: 20 ευρώ