Οποτε ιστορικά είχε τεθεί θέμα «τελικής λύσης» για τον (διαχρονικώς) «μεγάλο ασθενή» –δηλαδή την Τουρκία –ο άχρι κυνισμού μετερνίχειος πραγματισμός των ευρωπαϊκών δυνάμεων απεφαίνετο περίπου ότι το θέμα δεν θα αναιρείτο με απλουστεύσεις του τύπου «επιτέλους να (τον) τελειώνουμε», αλλά κυρίως με το τι θα αναπληρωνόταν το κρίσιμο κενό που σε μια τέτοια περίπτωση αυτονοήτως θα προέκυπτε. Με την έννοια του κρίσιμου γεωπολιτικού χάσματος και όσων (προβλεπτά ή και απρόβλεπτα) θα είχαν αναπαραχθεί, με όρους αστάθειας και αβεβαιότητας. Κι επομένως ασφάλειας για τις εύθραυστες ευρωπαϊκές (και δυτικές γενικότερα) ζωτικές δομές και συμφέροντα. Καθώς τέτοιες και τόσο καίριες ανατροπές θα διατάρασσαν οπωσδήποτε τις ισορροπίες και θα ενεργοποιούσαν ανεπιθύμητες δυναμικές στη σύνολη γεωγραφία.

Οταν λοιπόν πριν από μόλις μία βδομάδα όλοι παρακολουθούσαμε άναυδοι όσα δραματικά συνέβαιναν στην Τουρκία, μόνον επιπολαίως δεν θα σταματούσαμε και στον τρόπο και στην ουσία των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν, τόσον από Δυσμάς όσο και από Βορρά. Οπου η Ρωσική αρκούδα όλο αυτό το διάστημα κυριολεκτικώς «ακονίζει τα νύχια της». Παρεισδύοντας όλο και ουσιαστικότερα σε μεσογειακές ζώνες και μεσανατολικές περιοχές, θέλοντας –και τείνοντας ήδη –να αποβεί βασικός παίκτης και στην παραδοσιακή και στην αναδυόμενη ενεργειακή σκακιέρα. Την οποία μέχρι τώρα κηδεμονεύει περίπου μονοπωλιακά η αμερικανική στρατηγική ισχύς. Είτε άμεσα είτε διά τοποτηρητών. Ενας από τους οποίους (και εν πολλοίς ο βασικότερος) είναι η Τουρκία. Που τώρα διέπεται από δυναμικές κινούμενης άμμου.

Ποιο υπήρξε λοιπόν το ενδεικτικότερο στοιχείο, που θα μπορούσε να αποτελέσει ουσιώδες (και διακριτό επομένως) χαρακτηριστικό των αντιδράσεων;

1. Ουδείς έδειξε ότι επιχαίρει για το ενδεχόμενο να αναιρείτο από την πολιτική σκηνή ο «σουλτάνος». Του οποίου τα οθωμανικά σύνδρομα προκαλούν (δικαιολογημένα) τον εκνευρισμό των πάντων. Και σε κάποιους την απροκάλυπτη οργή.

2. Ολοι τήρησαν αποστάσεις από το πραξικοπηματικό κίνημα, ομνύοντας (υποκριτικώς ή μη) στη «δημοκρατική νομιμότητα». Την οποία εκπροσωπούσε η προκλητικώς υπερφίαλη πολιτική και οι αυταρχικές συμπεριφορές Ερντογάν.

Κι ενώ μάλλον ευχαρίστως θα τον έβλεπαν εκπαραθυρούμενο, εντούτοις: Ολων βασική έγνοια ήταν η αποτροπή ευρείας αποσταθεροποιητικής μετεξέλιξης όσων δραματικώς συνέβαιναν. Απλούστατα γιατί δεν υπήρχε κάποιο εναλλακτικό υποκατάστατο. Κι επομένως εχέγγυο για τις περιφερειακές ισορροπίες που δοκιμάζονται από πολλού, με άκρως δραματικά παράγωγα. Μέρος των οποίων εξάγεται ήδη και τραυματίζει καίρια το ευρωπαϊκό σύστημα. Και μάλιστα στον (περίπου ανοχύρωτο) πυρήνα του. Η Τουρκία επέχει εν προκειμένω θέση αναξιόπιστου μεν, υπολογίσιμου δε αναχώματος. Θέση (και ρόλο) στο νατοϊκό σύστημα και τους ατλαντικούς σχεδιασμούς, που εξαργυρώνει πάντοτε ακριβά. Κάτι που αφορά όσους επιμετρούν και επενδύουν στα στρατηγικά της θέλγητρα. Γι’ αυτό και ενώ στην Τουρκία συμβαίνουν «πράματα και θάματα» (ή καλύτερα σημεία και τέρατα) εντούτοις όλα βαίνουν ομαλώς. Σε ό,τι δηλαδή αφορά τις αντιδράσεις όσων λόγω ισχύος και θέσεως επηρεάζονται. Είτε με όρους συμμαχικών διασυνδέσεων είτε απλώς γεωπολιτικών συνάψεων. Προκειμένου να αποφύγουν αστάθμητες εξελίξεις και ασύμμετρες υποτροπές.

Αυτές ακριβώς φοβάται και η Αθήνα. Που κινδυνεύει να καεί από τυχόν αναρρίπιση της ενδοτουρκικής κρίσης και μιας εκτός ελέγχου περιπλοκής της. Οχι όμως μόνο, αλλά και από το κρισιμότερο ενδεχόμενο εξαγωγής της εκεί που θεωρείται πιο ευχερής διέξοδος για τα τουρκικά σύνδρομα, που συμπιέζονται στις στενωπούς των εσωτερικών συγκρουσιακών αδιεξόδων. Κάτι άλλωστε που και η Αθήνα και η Λευκωσία επανειλημμένως έχουν δοκιμάσει και υποστεί. Και κάτι, επομένως, που επιβάλλει όχι απλώς προσεκτική διαχείριση αυτών των εξελίξεων αλλά και αποφασιστική εγρήγορση. Προκειμένου να αποσοβηθούν ανεπιθύμητα.