Χάρη στη μαρτυρία της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ μπορούμε σήμερα να χρονολογήσουμε, με σχετική ασφάλεια, την ιδέα της περίφημης Σιωπής στα χρόνια της χούντας: «Εκείνο το βράδυ του Επιτάφιου που ο θρήνος του γίνηκε και θρήνος δικός μας, έπεσε για πρώτη φορά από τον Τσίρκα η ιδέα μιας επίθεσης σιωπής από μέρους όλων των πνευματικών ανθρώπων, δηλαδή να μη δημοσιεύσουμε ούτε άρθρο ούτε βιβλίο ούτε περιοδικό λογοτεχνικό να υπάρξει». Το Πατριωτικό Μέτωπο αρχικά αλλά και η Δημοκρατική Αμυνα αγκάλιασαν θερμά την ιδέα της Σιωπής και την καλλιέργησαν συστηματικά στους κύκλους τους. Η στοχαστική «δήλωση» του Γιώργου Σεφέρη (28/3/69), ωστόσο, επιτάχυνε τις εξελίξεις.

Μετά την άρση της λογοκρισίας, τα Δεκαοχτώ κείμενα (Κέδρος, 1970) θα στεγάσουν κείμενα και συγγραφείς που θα ενώσουν τις δυνάμεις τους όχι απλώς για να δοκιμάσουν τα όρια των λογοκριτών, αλλά και για να πολιτικοποιήσουν περαιτέρω τη διαφωνία τους με το καθεστώς, υιοθετώντας την αλληγορική γραφή. Στην κλασική πλέον μελέτη του Μαρωνίτη για τον Καβάφη (Υπεροψία και μέθη. Ο ποιητής και η ιστορία), η φιλολογία διασταυρώνεται με την ιστορία για να ανιχνεύσει την ανεστραμμένη σχέση του παρόντος με το παρελθόν. «Εχουμε συνηθίσει», γράφει ο Μαρωνίτης, «μιλώντας για ιστορία, ο νους μας να τρέχει στα παλιά και εκεί να βλέπουμε την άκρη της ή ακόμη και το τέλος της. Στην πραγματικότητα το πράγμα πάει αντίστροφα: η ιστορία αρχίζει από το σήμερα και προχωρεί στο αύριο. […] Οταν λοιπόν μιλούμε για την ιστορική συνείδηση του ποιητή ή όποιου άλλου, εννοούμε την αντίδρασή του μπροστά στις βαθιές πληγές της ομαδικής μας ζωής, στα μεγάλα κύματα που και να θέλεις δεν μπορείς να τα ξεφύγεις, ακόμη και αν είσαι δειλός ή προδότης».

Στα Δεκαοχτώ κείμενα, ο Δ.Ν. Μαρωνίτης διατύπωσε «καβαφικά» τον πυρήνα της δικής του κριτικής παρέμβασης: τη διαρκή διάγνωση ενός παρόντος με βαθιές πληγές.

Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων