Καθώς ο κόσμος προσπαθεί να συνέλθει από το σοκ του Brexit, οικονομολόγοι και πολιτικοί συνειδητοποιούν ότι υποτίμησαν πολύ την πολιτική ευαλωτότητα της σημερινής μορφής παγκοσμιοποίησης. Η λαϊκή εξέγερση που φαίνεται να εκδηλώνεται παίρνει διάφορες μορφές: επιβεβαίωση τοπικών και εθνικών ταυτοτήτων, απαίτηση για μεγαλύτερο δημοκρατικό έλεγχο και απόδοση ευθυνών, απόρριψη των κεντρώων πολιτικών κομμάτων και αποδοκιμασία των ελίτ και των ειδικών.

Η αντίδραση ήταν προβλέψιμη. Κάποιοι οικονομολόγοι, μεταξύ των οποίων κι εγώ, προειδοποιήσαμε για τις συνέπειες μιας πιεστικής οικονομικής παγκοσμιοποίησης πέραν των ορίων των θεσμών που ελέγχουν, σταθεροποιούν και νομιμοποιούν τις αγορές. Η υπερπαγκοσμιοποίηση σε εμπόριο και χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, που είχε στόχο να δημιουργήσει πιο αλληλένδετες διεθνείς αγορές, προκάλεσε ρήγμα στις κοινωνίες.

Μεγάλη έκπληξη είναι η δεξιά στροφή που εκφράζει τις πολιτικές αντιδράσεις. Στην Ευρώπη, είναι κυρίως οι εθνικιστές και οι λαϊκιστές που έχουν ενισχυθεί, με την Αριστερά να ενισχύεται μόνο στην Ελλάδα και την Ισπανία. Στις ΗΠΑ, ο δεξιός δημαγωγός Ντόναλντ Τραμπ κατάφερε να υποκαταστήσει το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο, ενώ ο αριστερός Μπέρνι Σάντερς δεν μπόρεσε να κερδίσει την κεντρώα Χίλαρι Κλίντον.

Οπως αποδέχεται δυσθύμως το νέο κατεστημένο, η παγκοσμιοποίηση εντείνει τις ταξικές διαφορές μεταξύ εκείνων που έχουν τις ικανότητες και τα εφόδια να εκμεταλλευθούν τις παγκόσμιες αγορές και εκείνων που δεν τα έχουν. Το εισόδημα και η ταξική προέλευση, σε αντίθεση με ζητήματα ταυτότητας όπως η φυλή, η εθνικότητα ή η θρησκεία, έχουν παραδοσιακά ενισχύσει την Αριστερά. Αρα γιατί η Αριστερά είναι ανίκανη να προβάλει ως σημαντική πολιτική πρόκληση στην παγκοσμιοποίηση;

Μια απάντηση είναι ότι η μετανάστευση έχει επισκιάσει άλλα «σοκ» της παγκοσμιοποίησης. Η θεωρούμενη ως απειλή από τα προσφυγικά κύματα που έρχονται από φτωχές χώρες με πολύ διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις πυροδοτεί ανησυχίες για την εθνική ταυτότητα που εκμεταλλεύονται πολύ καλά οι ακροδεξιοί πολιτικοί. Αρα δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι συντηρητικοί πολιτικοί όπως ο Τραμπ και η Μαρίν Λεπέν εμπλουτίζουν το μήνυμα της εθνικής καθαρότητας με μια πλούσια δόση αντιμουσουλμανικού συμβολισμού.

Στη Λατινική Αμερική τα πράγματα είναι διαφορετικά καθώς εκεί οι χώρες βίωσαν την παγκοσμιοποίηση κυρίως ως εμπορικό σοκ. Η μετανάστευση ήταν περιορισμένη και είχε μικρό πολιτικό αντίκτυπο. Ετσι, η λαϊκιστική αντίδραση στη Βραζιλία, στη Βολιβία, στον Ισημερινό και, πιο καταστροφικά, στη Βενεζουέλα ήρθε από την Αριστερά.

Η ιστορία είναι παρόμοια στις δύο εξαιρέσεις ανόδου της Δεξιάς στην Ευρώπη –την Ελλάδα και την Ισπανία. Στην Ελλάδα, το βασικό πολιτικό ζήτημα ήταν οι πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ. Στην Ισπανία, οι περισσότεροι μετανάστες έρχονταν μέχρι πρόσφατα από λατινοαμερικανικές χώρες με παρόμοια κουλτούρα.

Ομως η εμπειρία στη Λατινική Αμερική και τη Νότια Ευρώπη αποκαλύπτει τη μεγαλύτερη αδυναμία της Αριστεράς: την έλλειψη ενός ξεκάθαρου προγράμματος για την αναδιαμόρφωση του καπιταλισμού και την παγκοσμιοποίηση στον 21ο αιώνα. Από τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα έως το Εργατικό Κόμμα στη Βραζιλία, η Αριστερά έχει αποτύχει να αναπτύξει ιδέες που να είναι οικονομικά ορθές και πολιτικά δημοφιλείς.

Βασική διαφορά μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς είναι ότι η Δεξιά διαπρέπει στο να βαθαίνει τις διαφορές μέσα στην κοινωνία –«εμείς» εναντίον «αυτών» -, ενώ η Αριστερά, όταν είναι επιτυχημένη, ξεπερνά αυτές τις διαφορές μέσω μεταρρυθμίσεων που τις γεφυρώνουν. Εξού και το παράδοξο: τα πρώτα κύματα μεταρρυθμίσεων από την Αριστερά –κεϊνσιανισμός, σοσιαλδημοκρατία και κράτος πρόνοιας –έσωσαν τον καπιταλισμό από τον εαυτό του. Εάν δεν υπάρξει ένα νέο κύμα, λαϊκιστές και ακροδεξιοί θα καταλάβουν το πεδίο, οδηγώντας τον κόσμο –όπως κάνουν πάντα –σε βαθύτερο διχασμό και πιο συχνές συγκρούσεις.

Ο Ντάνι Ρόντρικ είναι τούρκος οικονομολόγος, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στη Σχολή Διακυβέρνησης Κένεντι στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ