Πάγωσαν και πόνεσαν τετρακόσια είκοσι εκατομμύρια Ευρωπαίων από την πρόκριση της Γερμανίας εις βάρος της Ιταλίας. Στα υπόλοιπα ογδόντα συνέβη κάτι χειρότερο: σιγουρεύτηκαν ότι τα κάνουν όλα σωστά.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γενικότερη εικόνα μιας χώρας επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον βαθμό της αθλητικής της συμπάθειας. Κυρίαρχος στην Ευρώπη και στο ποδόσφαιρό της, η Γερμανία δεν θα κατακτήσει ποτέ τις καρδιές των φιλάθλων. Οχι μόνο γιατί κερδίζει υπερβολικά συχνά και ασχέτως τού αν το αξίζει. Αλλά και γιατί, μέσα από τον τρόπο που παίζει, διαχέει την ίδια αλαζονεία και την ίδια έλλειψη λεπτότητας που χαρακτηρίζει και τη διεθνή της συμπεριφορά.

Αν στο Μουντιάλ της Βραζιλίας η Γερμανία έκλεισε τα στόματα με την απόδοσή της, το γεγονός ότι στα γήπεδα της Γαλλίας εμφανίστηκε σαφώς κατώτερη αλλά συνέχισε να κερδίζει έχει κάτι το αναπόδραστο και συγχρόνως καταθλιπτικό. Ιδίως όταν ο θρίαμβος της πρόκρισης απείχε τόσο λίγο –μια γκριμάτσα ενός Ιταλού με βραζιλιάνικο όνομα –από έναν λυτρωτικό αποκλεισμό.

Καταφέρνοντας –ή νομίζοντας ότι κατάφερε –να τη ρίξει στην παγίδα της, δηλαδή σε ένα εντελώς κοντρολαρισμένο παιχνίδι που δεν θα έδινε στη Γερμανία την ευκαιρία να ασκήσει την αίσθηση υπεροχής της, η Ιταλία ήταν τελικά αυτή που την πλήρωσε με το πιο σκληρό νόμισμα.

Ακόμα κι όταν ισοφάρισε, ενώ αυτό που είχε σχεδιάσει ήταν να μη χρειαστεί, ακόμα κι όταν οι εκτός φόρμας Μίλερ και Οζίλ έχασαν τα πέναλτί τους, σχεδόν όλη η Ευρώπη είχε το προαίσθημα ότι κι αυτή η δοκιμασία θα κριθεί όπως όλες οι υπόλοιπες. Δυστυχώς για μια Ιταλία που επί είκοσι μέρες έδειξε αρετές πραγματικής ομάδας, με θεωρητικά «δευτεροκλασάτους», αλλά σπουδαίους σε απόδοση (Πελέ, Τζακερίνι, Παρόλο) παίκτες. Αλλά που δεν τόλμησε, πιστή κι αυτή στον εαυτό της, να τσιγκλίσει λίγο περισσότερο τη μοίρα της.

Ετσι –με αγριάδα και με τύχη –γράφονται οι ανίκητοι μύθοι, στο ποδόσφαιρο και στη ζωή. Και άντε μετά να τους ξεγράψεις.